Εδώ και αρκετούς μήνες το εγχώριο πολιτικό προσωπικό φαίνεται να προετοιμάζει την ελληνική κοινή γνώμη για κάποια σημαντική εξέλιξη στα ελληνοτουρκικά, σχετικά με το καθεστώς στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια εξέλιξη που πιθανώς κυοφορείται ή προετοιμάζεται στα διπλωματικά παρασκήνια. Τον χορό αυτών των προπαρασκευαστικών δηλώσεων έσυρε πρώτος ο πρώην υπουργός Εξωτερικών Κοτζιάς, ο οποίος σε μια παγκόσμια πρωτοτυπία διπλωματικής αβροφροσύνης μας είχε συστήσει να μην είμαστε μοναχοφάηδες!
Ακολούθησε ο Κατρούγκαλος, ο οποίος άνοιξε τη συζήτηση για συνεκμετάλλευση, λέγοντας ότι «κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την Τουρκία, η οποία έχει τόσα πολλά χιλιόμετρα ακτογραμμή στη Μεσόγειο». Αμέσως μετά, βγήκε σε ρόλο "λαγού" ο Τσιρώνης, ο οποίος "ανακάλυψε" ότι το Καστελλόριζο δεν είναι στο Αιγαίο, αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ακολούθησε ο πρώην Πρωθυπουργός Σημίτης, ο οποίος με βαρυσήμαντο άρθρο του ανέλαβε να νουθετήσει την κυβέρνηση που θα προέκυπτε από τις εκλογές του Ιουλίου, προτρέποντάς την να προχωρήσει σε δύσκολες αποφάσεις για να επέλθει ηρεμία στο Αιγαίο. Στην προεκλογική περίοδο, όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρξαν ανάλογες δηλώσεις από την πλευρά της τότε αντιπολίτευσης.
Αμέσως μετά, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται επίσημες φωνές εντός της σημερινής κυβέρνησης, οι οποίες ως ένας αντίλαλος που έρχεται από όλες τις κατευθύνσεις ψιθυρίζουν όλο και πιο δυνατά "Χάγη". Ακόμη και ο Πρωθυπουργός είπε πρόσφατα, ότι «αν δεν τα βρούμε με την Τουρκία, να πάμε στη Χάγη και να είμαστε τότε έτοιμοι να δεχτούμε την απόφαση που θα προκύψει».
Γιατί η Χάγη τρομάζει;
Για ποια όμως θέματα θα πάμε στη Χάγη; Για να είμαστε ακριβείς, η κυβέρνηση δεν προτείνει την υπαγωγή ολόκληρης της ατζέντας των τουρκικών διεκδικήσεων στη Χάγη. Αναφέρεται στην πάγια από το 1975 ελληνική πρόταση για δικαστική οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, στην οποία πλέον φαίνεται να έχει προστεθεί και η οριοθέτηση της ΑΟΖ, εάν βεβαίως η Ελλάδα την ανακηρύξει.
Η Τουρκία από την πλευρά της όμως δεν αποδέχεται μια τόσο περιορισμένη ατζέντα. Πριν από οποιαδήποτε προσφυγή στη Χάγη, θέτει ως προϋπόθεση να κάτσουμε σε ένα τραπέζι και να συζητήσουμε μαζί της το σύνολο των διεκδικήσεών της. Δηλαδή, η Τουρκία απαιτεί, προτού χρησιμοποιήσουμε ως βάση το Διεθνές Δίκαιο, να έχουμε περάσει μια βόλτα από το "οθωμανικό δίκαιο" που θέλει να μας επιβάλει δια της απειλής χρήσεως βίας. Με άλλα λόγια, αφού έχουμε φορέσει το κατάλληλο "φέσι", ίσως μετά να πάμε και στη Χάγη.
Μήπως λοιπόν οι δηλώσεις περί Χάγης συνιστούν έναν επικοινωνιακό και διπλωματικό χειρισμό με σκοπό να δείξουμε ότι εμείς δεν είμαστε αδιάλλακτοι, κάνοντας κατ' ουσίαν μια πρόταση που δεν θα δεχτεί η Τουρκία; Η απάντηση είναι ότι καλύτερα να μας λείπουν τέτοιοι ακροβατισμοί. Και αυτό, για τρεις λόγους:
Πρώτον, το πόσο διαλλακτική ή πόσο υποχωρητική είναι η ελληνική πλευρά, το γνωρίζει ήδη πολύ καλά η διεθνής κοινότητα. Το είδε στο πώς το ελληνικό πολιτικό σύστημα χειρίστηκε την οικονομική χρεοκοπία της χώρας και κυρίως το είδε στο πώς η Ελλάδα συνθηκολόγησε στις απαιτήσεις των Σκοπίων. Αυτή την ώρα επομένως η Ελλάδα δεν χρειάζεται να δείξει άλλο τη διαλλακτικότητά της. Αυτό που προέχει είναι να ξεκαθαρίσει τα θέματα που δεν συζητά και παράλληλα να προβάλει επί τέλους και ορισμένες αντισταθμιστικές διεκδικήσεις.
Δεύτερον, το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει την τάση να αντιλαμβάνεται τις διεθνείς εξελίξεις με στατικό τρόπο. Έτσι δεν φαίνεται να λαμβάνει υπ’ όψιν του κάτι απλό, ότι το 2020 δεν είναι 1975. Η επισήμανση αυτή έχει δύο όψεις: Η μια όψη είναι ότι στο παραπάνω διάστημα οι συσχετισμοί ισχύος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας έχουν αλλάξει άρδην. Η μεν Ελλάδα έμεινε στάσιμη δημογραφικά, διέγραψε μια πορεία δανεικής ευημερίας και τελικά χρεοκόπησε. Η Τουρκία έκτοτε διπλασιάστηκε πληθυσμιακά, γιγαντώθηκε παραγωγικά και σήμερα –παρά τα όποια εσωτερικά της προβλήματα– συμπεριφέρεται ως περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, κάνοντας στρατιωτικές επεμβάσεις στον περίγυρό της.
Η άλλη όψη των μεταβολών που έχουν επισυμβεί από το 1975 στο διεθνές περιβάλλον είναι ότι πια έχουμε φύγει από τη σταθερότητα και την περιχαράκωση που επέβαλε ο Ψυχρός Πόλεμος. Πλέον, είμαστε σε έναν κόσμο πολύ πιο ρευστό, όπου οι ΗΠΑ είτε δεν μπορούν να τηρούν σε όλα τα σημεία του πλανήτη την Pax Americana είτε επιλέγουν για λόγους οικονομίας δυνάμεων να επικεντρωθούν στην αντιπαράθεσή τους με την Κίνα. Η παράβλεψη αυτής της μεταβολής από πλευράς ελληνικού πολιτικού προσωπικού είναι φυσικά και η πλέον επικίνδυνη. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι λειτουργούν κάποια διεθνή δίχτυα ασφαλείας, τα οποία στην πραγματικότητα ίσως να μην υπάρχουν.
«Κι αν χάσετε;»
Σχετικά, χαρακτηριστικό ήταν αυτό που συνέβη στην πρόσφατη επίσκεψη του Μητσοτάκη στις ΗΠΑ. Όταν ο Έλληνας Πρωθυπουργός απευθυνόμενος στον Πρόεδρο Τραμπ δήλωσε ότι «αν η Τουρκία αμφισβητήσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα αντιδράσουμε δυναμικά», ο Αμερικανός Πρόεδρος τον ρώτησε με νόημα: «Κι αν χάσετε;» Νομίζω ότι αυτή η ερώτηση του ήταν μια έμμεση παραίνεση, περιέχουσα και απειλή, ότι πρέπει "να τα βρούμε" με την Τουρκία.
Το "να τα βρούμε" σημαίνει ότι θα πρέπει εμείς να κάνουμε τις κατάλληλες υποχωρήσεις και η Τουρκία να μετριάσει κάπως τις διεκδικήσεις της, μεταθέτοντας ορισμένες για την επόμενη φάση. Το γεγονός βεβαίως ότι η ελληνική πλευρά διάλεξε να γνωστοποιήσει αυτή τη συζήτηση, δείχνει ότι μάλλον είναι έτοιμη να προχωρήσει σε αυτή τη συνθηκολόγηση και έμμεσα μεταθέτει τον εκβιασμό στην ελληνική κοινή γνώμη. Εννοείται φυσικά ότι αν όλα αυτά πιθανώς ισχύουν για τις ΗΠΑ, τότε δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε περισσότερο από την ΕΕ και ειδικά από τη Γερμανία.
Τρίτον, η ελληνική κοινή γνώμη έχει διαχρονικά πολύ πικρή εμπειρία από την αναντιστοιχία λόγων και έργων των πολιτικών της "ελίτ". Αυτή η παρατήρηση αφορά δυστυχώς και την παρούσα κυβέρνηση, παρά το βραχύ διάστημα παραμονής της στην εξουσία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη μεταβολή της στάσης της απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών: Ενώ προεκλογικά κορυφαία μέλη της υπόσχονταν να βελτιώσουν τη συμφωνία, αξιοποιώντας την ενταξιακή διαδικασία των Σκοπίων στην ΕΕ, μετά τις εκλογές, τα ίδια ή άλλα μέλη της σημερινής κυβέρνησης άρχισαν να αντιστρέφουν τους χαρακτηρισμούς τους και να ανακαλύπτουν στη Συμφωνία των Πρεσπών αρετές που δεν έβλεπαν όταν συμμετείχαν στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία.
Το αποκορύφωμα φυσικά έφτασε, όταν η ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ αναβλήθηκε με γαλλικό βέτο. Η ελληνική κυβέρνηση τότε, όχι μόνο δεν άρπαξε αυτή την ευκαιρία για να παζαρέψει τουλάχιστον τη στάση της, αλλά ευθύς αμέσως ανακηρύχθηκε σε διαπρύσιο υπερασπιστή της ευρωπαϊκής προοπτικής των Σκοπίων.
Αντίσταση αντί υποταγής
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η ελληνική κοινή γνώμη έχει κάθε λόγο να είναι επιφυλακτική απέναντι στις διαβεβαιώσεις των κυβερνητικών στελεχών ότι πιθανή προσφυγή στη Χάγη θα έχει περιορισμένο αντικείμενο. Διότι υπάρχει ο κίνδυνος τελικά να πάμε στη Χάγη ή να μας καθίσουν σε κάποιο άλλο τραπέζι διαπραγματεύσεων με όρους πολύ χειρότερους από αυτούς που υποθέτουμε.
Σε ένα τέτοιο τραπέζι έχουμε μόνο να χάσουμε, αφού έτσι κι αλλιώς με όποια ατζέντα κι αν πάμε, η συζήτηση θα αφορά μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις επί αποκλειστικά ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Ζητούμενο, λοιπόν, σήμερα είναι να πάψουμε να δηλώνουμε ανοικτά ότι αναζητούμε φόρμουλα κατευνασμού της κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας.
Είναι καιρός να πάψουμε να θεωρούμε την «προληπτική παράδοση» ως τη μόνη διαθέσιμη εθνική στρατηγική. Υπάρχει και ο δρόμος της αντίστασης, ο οποίος απαιτεί θυσίες και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, που όμως το πολιτικό σύστημα τις αποφεύγει, για να μην χάσει την πρόσβαση στην εξουσία. Ας διαλέξουμε αυτό τον δρόμο της αντίστασης. Το χρωστάμε στις προηγούμενες γενιές, το χρωστάμε στις επόμενες, αλλά το χρωστάμε και στον εαυτό μας, γιατί εν τέλει, είναι και θέμα στοιχειώδους αξιοπρέπειας.
Ακολούθησε ο Κατρούγκαλος, ο οποίος άνοιξε τη συζήτηση για συνεκμετάλλευση, λέγοντας ότι «κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει την Τουρκία, η οποία έχει τόσα πολλά χιλιόμετρα ακτογραμμή στη Μεσόγειο». Αμέσως μετά, βγήκε σε ρόλο "λαγού" ο Τσιρώνης, ο οποίος "ανακάλυψε" ότι το Καστελλόριζο δεν είναι στο Αιγαίο, αλλά στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ακολούθησε ο πρώην Πρωθυπουργός Σημίτης, ο οποίος με βαρυσήμαντο άρθρο του ανέλαβε να νουθετήσει την κυβέρνηση που θα προέκυπτε από τις εκλογές του Ιουλίου, προτρέποντάς την να προχωρήσει σε δύσκολες αποφάσεις για να επέλθει ηρεμία στο Αιγαίο. Στην προεκλογική περίοδο, όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρξαν ανάλογες δηλώσεις από την πλευρά της τότε αντιπολίτευσης.
Αμέσως μετά, όμως, άρχισαν να εμφανίζονται επίσημες φωνές εντός της σημερινής κυβέρνησης, οι οποίες ως ένας αντίλαλος που έρχεται από όλες τις κατευθύνσεις ψιθυρίζουν όλο και πιο δυνατά "Χάγη". Ακόμη και ο Πρωθυπουργός είπε πρόσφατα, ότι «αν δεν τα βρούμε με την Τουρκία, να πάμε στη Χάγη και να είμαστε τότε έτοιμοι να δεχτούμε την απόφαση που θα προκύψει».
Γιατί η Χάγη τρομάζει;
Για ποια όμως θέματα θα πάμε στη Χάγη; Για να είμαστε ακριβείς, η κυβέρνηση δεν προτείνει την υπαγωγή ολόκληρης της ατζέντας των τουρκικών διεκδικήσεων στη Χάγη. Αναφέρεται στην πάγια από το 1975 ελληνική πρόταση για δικαστική οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, στην οποία πλέον φαίνεται να έχει προστεθεί και η οριοθέτηση της ΑΟΖ, εάν βεβαίως η Ελλάδα την ανακηρύξει.
Η Τουρκία από την πλευρά της όμως δεν αποδέχεται μια τόσο περιορισμένη ατζέντα. Πριν από οποιαδήποτε προσφυγή στη Χάγη, θέτει ως προϋπόθεση να κάτσουμε σε ένα τραπέζι και να συζητήσουμε μαζί της το σύνολο των διεκδικήσεών της. Δηλαδή, η Τουρκία απαιτεί, προτού χρησιμοποιήσουμε ως βάση το Διεθνές Δίκαιο, να έχουμε περάσει μια βόλτα από το "οθωμανικό δίκαιο" που θέλει να μας επιβάλει δια της απειλής χρήσεως βίας. Με άλλα λόγια, αφού έχουμε φορέσει το κατάλληλο "φέσι", ίσως μετά να πάμε και στη Χάγη.
Μήπως λοιπόν οι δηλώσεις περί Χάγης συνιστούν έναν επικοινωνιακό και διπλωματικό χειρισμό με σκοπό να δείξουμε ότι εμείς δεν είμαστε αδιάλλακτοι, κάνοντας κατ' ουσίαν μια πρόταση που δεν θα δεχτεί η Τουρκία; Η απάντηση είναι ότι καλύτερα να μας λείπουν τέτοιοι ακροβατισμοί. Και αυτό, για τρεις λόγους:
Πρώτον, το πόσο διαλλακτική ή πόσο υποχωρητική είναι η ελληνική πλευρά, το γνωρίζει ήδη πολύ καλά η διεθνής κοινότητα. Το είδε στο πώς το ελληνικό πολιτικό σύστημα χειρίστηκε την οικονομική χρεοκοπία της χώρας και κυρίως το είδε στο πώς η Ελλάδα συνθηκολόγησε στις απαιτήσεις των Σκοπίων. Αυτή την ώρα επομένως η Ελλάδα δεν χρειάζεται να δείξει άλλο τη διαλλακτικότητά της. Αυτό που προέχει είναι να ξεκαθαρίσει τα θέματα που δεν συζητά και παράλληλα να προβάλει επί τέλους και ορισμένες αντισταθμιστικές διεκδικήσεις.
Δεύτερον, το ελληνικό πολιτικό σύστημα έχει την τάση να αντιλαμβάνεται τις διεθνείς εξελίξεις με στατικό τρόπο. Έτσι δεν φαίνεται να λαμβάνει υπ’ όψιν του κάτι απλό, ότι το 2020 δεν είναι 1975. Η επισήμανση αυτή έχει δύο όψεις: Η μια όψη είναι ότι στο παραπάνω διάστημα οι συσχετισμοί ισχύος μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας έχουν αλλάξει άρδην. Η μεν Ελλάδα έμεινε στάσιμη δημογραφικά, διέγραψε μια πορεία δανεικής ευημερίας και τελικά χρεοκόπησε. Η Τουρκία έκτοτε διπλασιάστηκε πληθυσμιακά, γιγαντώθηκε παραγωγικά και σήμερα –παρά τα όποια εσωτερικά της προβλήματα– συμπεριφέρεται ως περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, κάνοντας στρατιωτικές επεμβάσεις στον περίγυρό της.
Η άλλη όψη των μεταβολών που έχουν επισυμβεί από το 1975 στο διεθνές περιβάλλον είναι ότι πια έχουμε φύγει από τη σταθερότητα και την περιχαράκωση που επέβαλε ο Ψυχρός Πόλεμος. Πλέον, είμαστε σε έναν κόσμο πολύ πιο ρευστό, όπου οι ΗΠΑ είτε δεν μπορούν να τηρούν σε όλα τα σημεία του πλανήτη την Pax Americana είτε επιλέγουν για λόγους οικονομίας δυνάμεων να επικεντρωθούν στην αντιπαράθεσή τους με την Κίνα. Η παράβλεψη αυτής της μεταβολής από πλευράς ελληνικού πολιτικού προσωπικού είναι φυσικά και η πλέον επικίνδυνη. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι λειτουργούν κάποια διεθνή δίχτυα ασφαλείας, τα οποία στην πραγματικότητα ίσως να μην υπάρχουν.
«Κι αν χάσετε;»
Σχετικά, χαρακτηριστικό ήταν αυτό που συνέβη στην πρόσφατη επίσκεψη του Μητσοτάκη στις ΗΠΑ. Όταν ο Έλληνας Πρωθυπουργός απευθυνόμενος στον Πρόεδρο Τραμπ δήλωσε ότι «αν η Τουρκία αμφισβητήσει τα κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα αντιδράσουμε δυναμικά», ο Αμερικανός Πρόεδρος τον ρώτησε με νόημα: «Κι αν χάσετε;» Νομίζω ότι αυτή η ερώτηση του ήταν μια έμμεση παραίνεση, περιέχουσα και απειλή, ότι πρέπει "να τα βρούμε" με την Τουρκία.
Το "να τα βρούμε" σημαίνει ότι θα πρέπει εμείς να κάνουμε τις κατάλληλες υποχωρήσεις και η Τουρκία να μετριάσει κάπως τις διεκδικήσεις της, μεταθέτοντας ορισμένες για την επόμενη φάση. Το γεγονός βεβαίως ότι η ελληνική πλευρά διάλεξε να γνωστοποιήσει αυτή τη συζήτηση, δείχνει ότι μάλλον είναι έτοιμη να προχωρήσει σε αυτή τη συνθηκολόγηση και έμμεσα μεταθέτει τον εκβιασμό στην ελληνική κοινή γνώμη. Εννοείται φυσικά ότι αν όλα αυτά πιθανώς ισχύουν για τις ΗΠΑ, τότε δεν έχουμε να περιμένουμε τίποτε περισσότερο από την ΕΕ και ειδικά από τη Γερμανία.
Τρίτον, η ελληνική κοινή γνώμη έχει διαχρονικά πολύ πικρή εμπειρία από την αναντιστοιχία λόγων και έργων των πολιτικών της "ελίτ". Αυτή η παρατήρηση αφορά δυστυχώς και την παρούσα κυβέρνηση, παρά το βραχύ διάστημα παραμονής της στην εξουσία. Ενδεικτικά αναφέρουμε τη μεταβολή της στάσης της απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών: Ενώ προεκλογικά κορυφαία μέλη της υπόσχονταν να βελτιώσουν τη συμφωνία, αξιοποιώντας την ενταξιακή διαδικασία των Σκοπίων στην ΕΕ, μετά τις εκλογές, τα ίδια ή άλλα μέλη της σημερινής κυβέρνησης άρχισαν να αντιστρέφουν τους χαρακτηρισμούς τους και να ανακαλύπτουν στη Συμφωνία των Πρεσπών αρετές που δεν έβλεπαν όταν συμμετείχαν στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία.
Το αποκορύφωμα φυσικά έφτασε, όταν η ένταξη των Σκοπίων στην ΕΕ αναβλήθηκε με γαλλικό βέτο. Η ελληνική κυβέρνηση τότε, όχι μόνο δεν άρπαξε αυτή την ευκαιρία για να παζαρέψει τουλάχιστον τη στάση της, αλλά ευθύς αμέσως ανακηρύχθηκε σε διαπρύσιο υπερασπιστή της ευρωπαϊκής προοπτικής των Σκοπίων.
Αντίσταση αντί υποταγής
Για όλους τους παραπάνω λόγους, η ελληνική κοινή γνώμη έχει κάθε λόγο να είναι επιφυλακτική απέναντι στις διαβεβαιώσεις των κυβερνητικών στελεχών ότι πιθανή προσφυγή στη Χάγη θα έχει περιορισμένο αντικείμενο. Διότι υπάρχει ο κίνδυνος τελικά να πάμε στη Χάγη ή να μας καθίσουν σε κάποιο άλλο τραπέζι διαπραγματεύσεων με όρους πολύ χειρότερους από αυτούς που υποθέτουμε.
Σε ένα τέτοιο τραπέζι έχουμε μόνο να χάσουμε, αφού έτσι κι αλλιώς με όποια ατζέντα κι αν πάμε, η συζήτηση θα αφορά μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις επί αποκλειστικά ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Ζητούμενο, λοιπόν, σήμερα είναι να πάψουμε να δηλώνουμε ανοικτά ότι αναζητούμε φόρμουλα κατευνασμού της κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας.
Είναι καιρός να πάψουμε να θεωρούμε την «προληπτική παράδοση» ως τη μόνη διαθέσιμη εθνική στρατηγική. Υπάρχει και ο δρόμος της αντίστασης, ο οποίος απαιτεί θυσίες και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, που όμως το πολιτικό σύστημα τις αποφεύγει, για να μην χάσει την πρόσβαση στην εξουσία. Ας διαλέξουμε αυτό τον δρόμο της αντίστασης. Το χρωστάμε στις προηγούμενες γενιές, το χρωστάμε στις επόμενες, αλλά το χρωστάμε και στον εαυτό μας, γιατί εν τέλει, είναι και θέμα στοιχειώδους αξιοπρέπειας.