Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Πώς φθάσαμε στην Άλωση της Κωνσταντινούπολης

Η 29η Μαΐου είναι ημέρα μνήμης και οδύνης για τον ελληνισμό, γιατί αυτή τη μέρα του 1453 η υπερχιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, πλήρως εξελληνισμένη στην τελική της φάση, πέρασε οριστικά στο παρελθόν. Είχε προηγηθεί βεβαίως μια μακρόχρονη πορεία παρακμής και αποσύνθεσης, ώστε η πτώση της Πόλης να είναι απλώς η τελευταία πράξη. Πώς όμως το μακροβιότερο κρατικό μόρφωμα στη Δυτική Ιστορία έφτασε στο τέρμα του και ποιά τα βαθύτερα αίτια της παρακμής του; Τί διδάγματα θα μπορούσε να αντλήσει ο σύγχρονος παρατηρητής;

Το Βυζάντιο για αιώνες υπήρξε το ισχυρότερο μεσαιωνικό κράτος και από πολλές απόψεις υπήρξε το μόνο κράτος της εποχή του με αρκετά σύγχρονα στοιχεία: ένα αδιαμφισβήτητο κέντρο εξουσίας, ενιαία νομοθεσία σε όλη την επικράτειά του, αναλογικό φορολογικό σύστημα, αξιόλογο σύστημα κρατικής πρόνοιας, ισχυρό νόμισμα, κ.λπ. Ακόμη και ο στρατός μέσα από τον θεσμό των Θεμάτων είχε αποκτήσει στοιχεία «στρατεύσιμης λαϊκής δύναμης», τουλάχιστον την περίοδο του Βασιλείου Β’ του Βουλγαροκτόνου, ο οποίος στήριξε τους μικροϊδιοκτήτες γης και στηρίχθηκε σε αυτούς. Με τον θάνατο του Βασιλείου του Β’ (1025) το κράτος βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής του: όχι μόνο όλοι οι εχθροί της αυτοκρατορίας σε Ανατολή και Δύση είχαν εξουδετερωθεί, αλλά παρά τους μακροχρόνιους πολέμους τα κρατικά ταμεία ήταν γεμάτα και ο στρατός ήταν ισχυρότερος από ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, μόλις 46 χρόνια μετά – ιστορικό διάστημα ελάχιστο για τους ρυθμούς του μεσαίωνα – ο βυζαντινός στρατός θα υφίστατο μια ταπεινωτική ήττα στο Μάτζικερτ (1071), η οποία θα άνοιγε διάπλατα την πόρτα του μικρασιατικού οροπεδίου στα τουρκικά φύλα. Δέκα μόλις χρόνια μετά είχε χαθεί ο έλεγχος στο μεγαλύτερο μέρος της Μ.Ασίας, καθώς σημαντικές πόλεις είχαν περιέλθει στα χέρια Τούρκων φυλάρχων. Πού οφείλεται άραγε αυτή η ραγδαία μεταστροφή των δεδομένων;

Τα βιβλία της Ιστορίας αναφέρουν ότι η βασική αιτία της βυζαντινής παρακμής υπήρξε η σύγκρουση ανάμεσα στην αυλική αριστοκρατία της Πόλης και στην ανερχόμενη στρατιωτική αριστοκρατία. Στο πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης κορυφώθηκε η ευνοιοκρατία, η κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος, επιδιώχθηκε συστηματικά η εξασθένηση του στρατού, έγιναν εμφύλιες συγκρούσεις, ενώ οι σφετεριστές της εξουσίας δεν δίστασαν να εντάξουν στο πολιτικό παίγνιο ακόμη και τους Τούρκους φυλάρχους στους οποίους προσέφεραν ολόκληρες πόλεις ως αντάλλαγμα προκειμένου να εξασφαλίσουν τη στρατιωτική τους αρωγή. Φτάσαμε έτσι στο απρόσμενο αποτέλεσμα το κραταιό Βυζάντιο το οποίο παλαιότερα είχε αντιμετωπίσει για λογαριασμό της Ευρώπης υπερδυνάμεις όπως οι Άραβες, να χάσει εύκολα και συνοπτικά τη ραχοκοκαλιά της πολιτικής και της οικονομικής του δύναμης που ήταν η Μ. Ασία, από έναν εχθρό που στρατιωτικά θα είχε άνετα συντριβεί σε οποιαδήποτε άλλη εποχή. Κατά μια άποψη λοιπόν η ταχεία παρακμή οφείλεται στην αδυναμία των βυζαντινών ελίτ να καταλήξουν σε μια βιώσιμη και λειτουργική πολιτική διευθέτηση, η οποία θα αποτελούσε το προστάδιο για την είσοδο στη σύγχρονη εποχή. Σε μια βαθύτερη ανάγνωση όμως, αυτό που επέτεινε και επιτάχυνε την κάθοδο ήταν η μυωπική, απόλυτα ιδιοτελής και τελικά ξεδιάντροπη πρακτική των συγκρουόμενων βυζαντινών αξιωματούχων να υπονομεύουν το κράτος και να συνεργάζονται με τους Τούρκους, να τους δίνουν τίτλους και δύναμη, και τελικά να τους εκχωρούν εδάφη και πληθυσμούς.

Μια σοβαρή προσπάθεια ανασύνταξης έγινε μόνο στα χρόνια των Κομνηνών, αλλά με την ήττα στο Μυριοκέφαλο (1176) σφραγίστηκε σχεδόν οριστικά η τύχη της Μ.Ασίας και μαζί της και η τύχη της αυτοκρατορίας. Παρ’ όλα αυτά η νοοτροπία δεν άλλαξε. Μετριότητες ενός παραπαίοντος και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος εξακολούθησαν να διεκδικούν την εξουσία χωρίς ηθικές αναστολές και χωρίς να διαθέτουν κάποιο όραμα. Έτσι φτάσαμε στο ναδίρ της πολιτικής με τη δυναστεία των Αγγέλων, ένας εκ των οποίων δεν δίστασε να φέρει τους σταυροφόρους έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου αυτοί να στηρίξουν τις πολιτικές του φιλοδοξίες έναντι αδράς αμοιβής, προεξοφλημένης από κρατικούς φόρους! Και όταν βέβαια δεν μπόρεσε να τους πληρώσει, το αποτέλεσμα ήταν η πρώτη Άλωση το 1204, η οποία υπήρξε πολύ πιο καταστροφική από τη δεύτερη... Θα ακολουθούσε ο διαμελισμός του ελλαδικού χώρου και η διανομή του ανάμεσα σε Δυτικούς Δούκες, Βαρώνους και πολεμιστές ιππότες. Στην πορεία θα αποδεικνυόταν ότι οι Δυτικοί δεν είχαν ακόμη την οργάνωση για να δημιουργήσουν σταθερές κτήσεις. Έτσι η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς το 1261. Η Λατινοκρατία είχε βεβαίως και ένα ενδιαφέρον αποτέλεσμα: επιτάχυνε την ανάδυση του νέου ελληνισμού ο οποίος αυτοπροσδιορίστηκε μέσα από την αντιπαράθεση με τους Δυτικούς.

Στην πορεία προς την Άλωση υπήρξαν πάντως και αρκετοί αυτοκράτορες που είχαν τον ιδεαλισμό αλλά και το ηθικό ανάστημα να αντιταχθούν στην παρακμή. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν τουλάχιστον οι μεγάλοι Κομνηνοί και σίγουρα ο πρώτος και ο τελευταίος Παλαιολόγος (ο Μιχαήλ Η’ και ο Κωνσταντίνος ΙΑ’). Δεν ήταν δυνατόν όμως τόσοι λίγοι να αλλάξουν αυτό που όριζαν όλοι οι άλλοι. Έτσι φτάσαμε στις παραμονές του τέλους, με την Κωνσταντινούπολη καθημαγμένη και με την εναπομένουσα άρχουσα τάξη να έχει χωριστεί σε δύο παρατάξεις που προσπαθούσαν να επιλέξουν επικυρίαρχο, τη Δύση ή τους Οθωμανούς. Στόχος ήταν να εξασφαλίσουν εκ των προτέρων την προνομιακή θέση του διαμεσολαβητή της ξένης εξουσίας που θα εγκαθιδρύετο σύντομα. Κάποιοι βεβαίως θα ανακάλυπταν με φρίκη, όπως ο Μέγας Δούκας Λουκάς Νοταράς, ότι οι συμφωνίες με τον κατακτητή δεν είναι και τόσο εύκολο πράγμα... Ευτυχώς πάντως που για την αυλαία βρέθηκε ένας άνθρωπος με υψηλό αίσθημα χρέους, όπως ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος, ο οποίος με τη θυσία του τίμησε την ιστορία της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας.


Όλα αυτά βεβαίως θα έλεγε κανείς ότι είναι πράγματα μιας άλλης εποχής. Με κάποιο τρόπο όμως οι εποχές επαναλαμβάνονται, γιατί οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Για παράδειγμα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι διαχρονικά οι ελληνικές ελίτ, εκτός από ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις, επέδειξαν την τάση να χρησιμοποιούν το κράτος όχι ως εργαλείο οικοδόμησης μιας ισχυρής και ευημερούσας χώρας, αλλά ως μέσο ικανοποίησης προσωπικών επιδιώξεων. Και στην προσπάθειά τους αυτή δεν δίστασαν ακόμη και να συγκρουστούν και να προκαλέσουν εθνικούς διχασμούς. Και όταν βέβαια τα θαλάσσωναν, επιφύλασσαν για τον εαυτό τους τον ρόλο του διαμεσολαβητή των σχέσεων υποτέλειας με τον ξένο παράγοντα που σε αυτές τις περιπτώσεις αναπόφευκτα επιβάλλονται...