Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2015

Βιβλιοκριτική: Ο Π.Σαββίδης γράφει για το βιβλίο "Η Θράκη στο μεταίχμιο"

Τι κάνει η Τουρκία, τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα.
Το βιβλίο του Αναστάσιου Λαυρέντζου «Η Θράκη στο μεταίχμιο» παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον διότι κωδικοποιεί σε λίγες σελίδες, με τη βοήθεια του θετικού επιστημονικού υποβάθρου του συγγραφέα, μια ιστορία λαθών και παραλείψεων από την επομένη της Συνθήκης της Λωζάννης μέχρι σήμερα και κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για την αντιμετώπιση του προβλήματος.
Διότι, εδώ που έφθασαν τα πράγματα, ως πρόβλημα αντιμετωπίζεται η Θράκη.
Στο κείμενο αυτό παρουσιάζονται ορισμένα σημεία από το βιβλίο του συγγραφέα, άλλα σχολιασμένα και άλλα συμπληρωμένα με τις δικές μας απόψεις.
Με την εξάλειψη των εθνικών εφεδρειών που βρίσκονταν εκτός της ελλαδικής περιμέτρου, ξεκίνησε μια νέα φάση στην οποία άρχισε , πλέον να απειλείται ο ελληνισμός εντός των ελληνικών συνόρων.
Κλείνει, έτσι, ένας κύκλος που άνοιξε το 1821 και ανοίγει ένας άλλος με το δίλημμα του 1453: Αφομοίωση της οικονομικά απισχνασμένης Ελλάδας από τη Δύση ή μετατροπή της σε γεωπολιτικό δορυφόρο της Τουρκίας;
Η εθνική συρρίκνωση βρίσκεται, ακόμη, σε εξέλιξη.
Υπάρχει μια διαχρονική αδυναμία του ελληνικού κράτους να προστατεύσει το έθνος εκτός συνόρων.
Μετά τη Λωζάννη, η περίοδοι των ελληνοτουρκικών σχέσεων που επηρέασαν το «μειονοτικό», θα μπορούσαν να σχηματοποιηθούν σε τρείς:
1923-1954 πρώτη ελληνοτουρκική προσέγγιση
1954-1983 εξελίξεις υπο την σκιάν του κυπριακού
1983-2013 η «ηγεσία της μειονότητας» άρχισε να αμφισβητεί εμπράκτως την αρμοδιότητα του ελληνικού κράτους να ρυθμίζει τα ζητήματα των μουσουλμάνων της Θράκης.
ΠΡΩΤΟ ΛΑΘΟΣ: ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΕΞΙΣΟΡΡΟΠΗΣΗ
Συνήθως, αναφερόμαστε σε λάθη στη διαχείριση του μειονοτικού. Ως πρώτο λάθος, θα μπορούσε να καταγραφεί η ίδια η Συνθήκη Λωζάννης (1923) η οποία εξαίρεσε από την ανταλλαγή αφ ενός τους μουσουλμάνους της Θράκης και αφετέρου τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Για τα νησιά αυτά υπήρχε ρητή πρόβλεψη για καθεστώς αυτονομίας.
Οι ελληνορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης , ανέρχονταν σε 279.788 άτομα. Οι μουσουλμάνοι της ελληνικής Θράκης σε 86.793. Οι αριθμοί των μη ανταλλάξιμων εξισώθηκαν. Μειώθηκαν οι μη ανταλλάξιμοι ελληνορθόδοξοι. Αυξήθηκε ο αριθμός των μη ανταλλάξιμων μουσουλμάνων. Επιτράπηκε σε μουσουλμάνους που είχαν εγκαταλείψει την ελλαδική Θράκη την περίοδο 1913-1923 να επιστρέψουν στην περιοχή. Ο αριθμός των μειονοτικών που έλαβαν έγγραφα μη ανταλλαξιμότητας ανήλθε σε 106.000
Στην περίοδο 1920-24 προστέθηκαν στον πληθυσμό της ελλαδικής Θράκης 145.000 πρόσφυγες.
Η Τουρκία αντέδρασε.
Η Ελλάδα υποχώρησε μετακινώντας 40.000 πρόσφυγες σε άλλες περιοχές. Η Άγκυρα συνέχισε την πολιτική της κατά της ομογένειας, ενώ, την ίδια ώρα προέβαινε σε μια διεθνής εκστρατεία υπέρ των «δικαιωμάτων των Τούρκων της Δυτικής Θράκης».
Την περίοδο αυτή η Τουρκία, έκανε ένα πολύ αποφασιστικό βήμα προς τη μετατροπή της μουσουλμανικής μειονότητας από θρησκευτική σε εθνική, επιτυγχάνοντας τον εκτοπισμό σημαντικών παλαιομουσουλμανικών και αντικεμαλικών στοιχείων από τη Θράκη και άρχισε να αποκτά επιρροή στους Πομάκους με απώτερο σκοπό τον εκτουρκισμό τους. Στην κατεύθυνση αυτή συνέβαλε και η ελληνική πλευρά η οποία άλλοτε ακολουθώντας τις υπαγορεύσεις των ξένων δυνάμεων και άλλοτε ασκώντας μια αδικαίωτη πολιτική κατευνασμού συνέτεινε στην υπαγωγή της μειονότητας υπο τον ιδεολογικοπολιτικό έλεγχο των φορέων του τουρκισμού.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΛΑΘΟΣ: ΠΑΛΑΙΟΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ
Παράλληλα με τα παραπάνω η τουρκική πλευρά άρχισε να κατηγορεί την ελληνική κυβέρνηση ότι ευνοούσε τους «συντηρητικούς» κύκλους της μειονότητας στην αντιπαράθεσή τους με τους «νεωτεριστές» (κεμαλικούς).
Εκείνη την περίοδο η μερίδα των κεμαλικών στη Θράκη ήταν μια μικρή μειοψηφία συγκεντρωμένη κυρίως στην Ξάνθη. Αντίθετα η πλειονότητα παρέμενε προσηλωμένη στον Ιερό Νόμο του Κορανίου και δεν ασπαζόταν τις κεμαλικές αντιλήψεις ούτε και τις κοινωνικές και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις.
Οι θέσεις αυτές ενισχύονταν από μια ομάδα αντικαθεστωτικών (αντικεμαλικών) οι οποίοι με επικεφαλής τον τελευταίο θρησκευτικό ηγέτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας Μουσταφά Σαμπρί, είχαν καταφύγει στην ελλαδική Θράκη.
Ο Σαμπρί μαζί με ντόπιους μουσουλμάνους  υποστηρικτές της άποψης για ένα ακηδεμόνευτο και σύμφωνο με την παράδοση Ισλάμ ,σχημάτισαν μια δυναμική ισλαμική ομάδα (παλαιομουσουλμάνοι) με αντικεμαλικό φρόνημα, η οποία λειτούργησε ως ισχυρός ανασταλτικός παράγοντας στη διείσδυση του τουρκισμού στη Θράκη.
Με την έναρξη της περιόδου της ελληνοτουρκικής φιλίας (1930-1938) ο τούρκος πρωθυπουργός Ισμέτ Ινονού ζήτησε από το Βενιζέλο να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα κατά των αντικεμαλικών που ζούσαν στην ελλαδική Θράκη. Ο Βενιζέλος συναίνεσε, παρά τις αντίθετες εισηγήσεις των ελληνικών διπλωματικών αρχών στην Τουρκία. Το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσει το 1931 η απέλαση των αντικεμαλικών – παλαιομουσουλμάνων από τη Θράκη.
Η απέλαση αυτής της ομάδας είχε μεγάλη σημασία για την εξέλιξη της μειονότητας διότι, πλέον, οι κεμαλικοί, οι οποίοι είχαν ως στόχο την επιβολή τουρκικής εθνικής συνείδησης στους δυτικοθρακιώτες μουσουλμάνους, είχαν την ευκαιρία να αναδειχθούν σε πνευματική ηγεσία της μειονότητας.
Έτσι, από το 1930 παρατηρείται μια άνθηση του μειονοτικού, εθνικιστικού τύπου και παράλληλα εμφανίζονται σωματεία που αυτοπροσδιορίζονται ως  τουρκικοί σύλλογοι.
Από την Τουρκία ζητήθηκε η απέλαση του Παπα Ευθύμ, ο οποίος εμφανιζόταν από το 1923 ως ηγέτης των «Τούρκων ορθοδόξων» και αμδισβητούσε το ρόλο του Πατριαρχείου. αλλά δεν το έκανε. Η Τουρκία μόνο παίρνει. Ποτέ δεν δίνει.
ΤΡΙΤΟ ΛΑΘΟΣ: ΌΧΙ ΑΝΤΙΠΟΙΝΑ
Πάγια αρχή της ελληνικής πλευράς ήταν να μην χρησιμοποιείται η μουσουλμανική μειονότητα ως διαπραγματευτικό χαρτί από την Τουρκία και γι αυτό απέφευγε να αντισταθμίσει την πολιτική καταπίεσης και διώξεων που ασκούσε η Τουρκία στην ελληνική μειονότητα. Αν απέδιδε αυτή η πολιτική θα ήταν μια καλή επιλογή. Δεν απέδωσε, όμως. Αντιθέτως, οδήγησε στην εξάλειψη της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη και την αύξησή της, σε σχέση με τον αρχικό αριθμό της, στη Θράκη. Και σήμερα υπάρχει μια πολιτική τάση που προτείνει την απεξάρτηση του μειονοτικού από τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Είναι μια καλή επιλογή αλλά, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα αποδώσει. Υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα της ηγεσιας της μειονότητας που απέκτησε εξάρτηση από το τουρκικό προξενείο και την τουρκική πολιτική, η οποία δεν αίρεται με οποιαδήποτε πολιτική του ελληνικού κράτους. Διότι τους αποφέρει, χρήμα, πολιτική δόξα και κοινωνική καταξίωση.
Το θέμα είναι να εντοπιστεί ο βαθμός εξάρτησης του πληθυσμού της μειονότητας από την ηγεσία της και του τουρκικό προξενείο και πόσο χαλαροί είναι οι δεσμοί που θα μπορούσαν να απελευθερωθούν με την άσκηση πολιτικής από το ελληνικό κράτος. Αναφερόμαστε στην άσκηση μιας ειδικής πολιτικής προνομίων και όχι στην αυτονόητη εφαρμογή και στη μειονότητα όλων των αγαθών που απορρέουν από την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΛΑΘΟΣ
Στην περίοδο 1947-1954 οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βελτιώθηκαν αισθητά στο πλαίσιο των αμερικανονατοϊκών προτεραιοτήτων .
Στην περίοδο αυτή υπογράφηκε μια νέα μορφωτική συμφωνία (1951). Σε αυτό το κλίμα ο Παπάγος ακολουθώντας τα προτάγματα της ψυχροπολεμικής περιόδου και έχοντας νωπές τις μνήμες της βουλγαρικής κατοχής, προέκρινε την τουρκοποίηση της μουσουλμανικής μειονότητας προκειμένου να την διαφοροποιήσει από τους Πομάκους της Βουλγαρίας.
Στο πλαίσιο αυτό, το 1952, ιδρύθηκε με πρωτοβουλία και χρηματοδότηση της ελληνικής πλευράς μειονοτικό γυμνάσιο στην Κομοτηνή με την επωνυμία Τσελάλ Μπαγιάρ, προς τιμήν του τότε προέδρου της Τουρκίας ο οποίος παραβρέθηκε και στα εγκαίνια.
Το 1954 η ελληνική κυβέρνηση έκανε ένα ακόμη βήμα μη διστάζοντας ουσιαστικά να παραβιάσει μια διεθνή συνθήκη εις βάρος της. Εισήγαγε για πρώτη φορά τον όρο τουρκικός, ως κοινό όρο αναφοράς, των τριών συνιστωσών της μουσουλμανικής μειονότητας, παρά τις προβλέψεις της Λωζάννης.
ΠΕΜΠΤΟ ΛΑΘΟΣ: ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟ ΔΙΩΓΜΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
1955-1983
Στα γνωστά γεγονότα του 1955, τα οποία προκλήθηκαν από μια σκόπιμη «προβοκάτσια» με βόμβα που, δήθεν, τοποθετήθηκε από έλληνες στο τουρκικό προξενείο της Θεσσαλονίκης, εξοβελίστηκε, ως γνωστόν, η ελληνική ομογένεια της Κωνσταντινούπολης. Η ελληνική πλευρά δεν άσκησε αντίποινα. Θα μπορούσε να επικαλεστεί την αρχή της αριθμητικής ισορροπίας και να απελάσει ισάριθμο μέρος της μειονότητας.
Αντ αυτού, καθιέρωσε το άρθρο 19 που προβλέπει την απώλεια της ιθαγένειας σε όποιον πολίτη λείπει από τη χώρα για ορισμένο χρονικό διάστημα. Δεν ήρκησε. Τώρα, πιέζεται να το αποσύρει.
1966: την ώρα που οι τουρκικές αρχές απαγόρευαν την ελληνική παιδεία στην Ίμβρο και Τένεδο, όπου, ας σημειωθεί, έπρεπε να εφαρμοσθεί καθεστώς αυτονομίας, η ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε την ανοικοδόμηση και λειτουργία μειονοτικού γυμνασίου στη Ξάνθη σε οικόπεδο του ελληνικού δημοσίου, το οποίο παραχωρήθηκε για το σκοπό αυτό.
Την περίοδο αυτή η τουρκική πλευρά:
-Πέτυχε την εξάλειψη της ελληνικής ομογένειας της Κωνσταντινούπολης και ολοκλήρωσε τον εκτουρκισμό των νήσων Ίμβρου και Τενέδου. Αμφισβήτησε την ελληνική κυριαρχία στο Αιγαίο και στη Θράκη.
– Περιθωριοποίησε τα τελευταία στοιχεία της παλαιομουσουλμανικής ηγεσίας και επέκτεινε την επιρροή της στη μειονότητα προχωρώντας, έτσι, αποφασιστικά στην μετατροπή της από θρησκευτική, σε μειονότητα με τουρκική εθνική συνείδηση υπο την καθοδήγηση του τουρκικού προξενείου. Προς αυτήν την κατεύθυνση συνέβαλε και η ελληνική πλευρά η οποία, με το μορφωτικό πρωτόκολλο του 1968 (όπως θα δούμε και παρακάτω), αποδέχτηκε και επίσημα την τουρκική ως τη μοναδική μειονοτική γλώσσα.
-Κινητοποιώντας τους μηχανισμούς προπαγάνδας σε διεθνή κλίμακα, άρχισε να θέτει τις βάσεις διεθνοποίησης του θρακικού ζητήματος, προβάλλοντάς το ως μια περίπτωση «καταπίεσης» εθνικής μειονότητας.
Παράλληλα, προς τη μειονότητα άρχισε να εκπέμπει το μήνυμα ότι η κατάσταση που επιβλήθηκε στην Κύπρο, συνιστά το πρότυπο για τις μελλοντικές εξελίξεις στη Θράκη.
Στο χρονικό διάστημα από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ήταν περίοδος σημαντικών αλλαγών στη Θράκη. Κυρίαρχη εξέλιξη ήταν η μεταναστευτική έξοδος του χριστιανικού, κυρίως, πληθυσμού και ειδικότερα του πληθυσμού του Νομού Έβρου, η οποία μετέβαλε την πληθυσμιακή αναλογία εις βάρος του χριστιανικού στοιχείου και προκάλεσε βαθιές αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Συνέπεια αυτών των αλλαγών ήταν η σημαντική υποχώρηση του παραδοσιακού πολιτισμού και τρόπου ζωής.
Ήταν την περίοδο αυτή που πολλοί μη τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι (Πομάκοι, Αθίγγανοι) άρχισαν για λόγους κοινωνικούς και οικονομικούς να προσχωρούν στην τουρκόφωνη ομάδα και να υιοθετούν την τουρκική γλώσσα.
ΕΚΤΟ ΛΑΘΟΣ
Ασφυκτικό κλίμα προσεταιρισμού των Πομάκων. Η Ελληνική πλευρά διευκόλυνε την τουρκική πολιτική με την απομόνωση των Πομάκων. Και, λόγω του ψυχροπολεμικού κλίματος, τους εξώθησε στην αγκαλιά της τουρκικής πολιτικής. Σήμερα, ακόμη, το παράπονο των Πομάκων που επιθυμούν να έχουν δημόσιο λόγο και δράση ώστε να αναδειχθούν τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά τους, είναι: από το τουρκικό προξενείο και την Τουρκία περιμέναμε δυσκολίες στο έργο μας. Από το ελληνικό κράτος γιατί; Δεν το περιμέναμε.
ΕΒΔΟΜΟ ΛΑΘΟΣ
1968: Επι εθνικοφρόνων της δικτατορίας του 1967, υπογράφηκε από την κυβέρνηση Γεωργίου Παπαδοπούλου, το νέο μορφωτικό πρωτόκολλο, με το οποίο, καθιερώθηκε και επίσημα μια μόνο μειονοτική γλώσσα (παράλληλα προς την επίσημη, τα ελληνικά.)
Μετά, δε, την εισβολή στην Κύπρο, διαμορφώθηκε στη μειονότητα κλίμα  υπεροχής, κάτω από το σύνθημα: ο τουρκικός στρατός θα απελευθερώσει τη Θράκη.
ΟΙ ΣΥΛΛΟΓΟΙ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ
Στην περίοδο 1984-2013 έχουμε σημαντικές εξελίξεις που δημιουργούν επικίνδυνα τετελεσμένα.
Το 1983 το μονομελές πρωτοδικείο Ξάνθης, κατόπιν αίτησης του Νομάρχη Ξάνθης, απαγόρευσε στην Τουρκική Ένωση Ξάνθης τη χρήση του όρου «τουρκικός», και τρία χρόνια αργότερα, το 1986, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ξάνθης διέταξε τη διάλυσή της.
Το 1987 με απόφασή του ο Άρειος Πάγος απαγόρευσε τη χρήση του όρου «τουρκικός» στους τίτλους των σωματείων Ένωση Τουρκικής Νεολαίας Κομοτηνής, και Ένωση Τούρκων διδασκάλων Δυτικής Θράκης, χωρίς, όμως, να τίθεται θέμα αναστολής λειτουργίας τους, εφόσον γίνονταν οι απαραίτητες αλλαγές στο όνομα και στο καταστατικό.
Οι αποφάσεις αυτές προκάλεσαν αντιδράσεις από την πλευρά της μειονότητας και μερικές φορές έλαβαν τη μορφή συλλαλητηρίων.
Η Τουρκική Ένωση Ξάνθης αφού εξάντλησε όλα τα ένδικα μέσα στα ελληνικά δικαστήρια για την αναίρεση της απόφασης αναστολής της λειτουργίας της, το 2005 προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο, με απόφασή του το 2008, δικαίωσε την Τουρκική Ένωση Ξάνθης, αποφαινόμενο ότι το ελληνικό κράτος με την απόφαση αναστολής λειτουργίας της παραβίασε το άρθρο 11 της Σύμβασης για την Προστασία των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών.
Ανάλογη απόφαση εξέδωσε το ΕΔΑΔ και για το Σύλλογο Νεολαίας Μειονότητας Ν. Έβρου (2007).
Τις παραπάνω αποφάσεις η ελληνική πολιτεία δεν τις θεώρησε δεσμευτικές και σε ότι αφορά την ΤΕΞ, ο Άρειος Πάγος αποφάσισε το 2012 ότι δεν συντρέχει λόγος άρσης της απαγόρευσης λειτουργίας της.
Η δημιουργία πολυάριθμων συλλόγων αποτελεί βασικό στοιχείο της τουρκικής πολιτικής στη Θράκη. Επιδιώκεται, αφ ενός να χειραγωγηθεί, πολιτιστικά, η μειονότητα και αφ ετέρου να τεθεί  η ελληνική πολιτεία προ ενός εκβιαστικού διλήμματος: ή να επικυρώσει την τουρκικότητα των συλλόγων αυτών, δίνοντας ένα σημαντικό πολιτικό και ψυχολογικό μήνυμα στη μειονότητα, ή να αντιδράσει και να συρθεί σε μια διεθνή δίκη τροφοδοτώντας την τουρκική προπαγάνδα περί δήθεν καταπίεσης της μουσουλμανικής μειονότητας.
Δυστυχώς, και σε αυτήν την περίπτωση η ελληνική πολιτική δεν έχει να αντιμετωπίσει μόνο τις μεθοδεύσεις της απέναντι πλευράς αλλά και τις τις δυσκολίες που δημιουργούν οι δικές της αντιφάσεις, αφού στο παρελθόν, το ελληνικό κράτος είχε αποδεχθεί την ύπαρξη «τουρκικών συλλόγων».
Η «Τουρκική Ένωση Ξάνθης», προτού ζητηθεί η αναστολή λειτουργίας της, λειτουργούσε επίσημα για περισσότερα από πενήντα χρόνια: από το 1927 ως «Οίκος της Τουρκικής νεολαίας Ξάνθης» και από το 1936 με την τελική της επωνυμία η οποία είχε εγκριθεί από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ξάνθης. Το στοιχείο αυτό επισημάνθηκε και από το ΕΔΑΔ στη σχετική του απόφαση.
Η επίσημη ελληνική θέση σήμερα είναι ότι κάθε Έλληνας πολίτης έχει το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεται όπως ο ίδιος επιθυμεί, χωρίς, όμως, αυτό να αναιρεί την υποχρέωσή του να σέβεται και να εφαρμόζει τους νόμους του ελληνικού κράτους.
Όσον αφορά το ζήτημα της αναγνώρισης των διαφόρων συλλόγων, «δεν υπάρχουν γενικές απαγορεύσεις ως προς την χρήση συγκεκριμένων λέξεων στην ονομασία τους, αλλά κάθε περίπτωση εξετάζεται χωριστά, στη βάση των σκοπών που δηλώνονται στο καταστατικό κάθε συλλόγου και με γνώμονα να διασφαλίζεται η σωστή ισορροπία ανάμεσα στο ατομικό δικαίωμα του «συνεταιρίζεσθαι» και στην ανάγκη διαφύλαξης ενός θεμιτού σκοπού, όπως είναι η δημόσια τάξη και τα δικαιώματα των άλλων».
ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΜΟΥΦΤΗΔΩΝ
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ανέκυψε ένα νέο ζήτημα μεταξύ μουσουλμανικής μειονότητας και ελληνικής πολιτείας.
Με τη χηρεία των θέσεων των Μουφτήδων Κομοτηνής (1985) και Ξάνθης (1990), κύκλοι της μειονότητας απαίτησαν για πρώτη φορά οι Μουφτήδες να αναδεικνύονται με εκλογή από τη μειονότητα και όχι με διορισμό τους από το ελληνικό κράτος.
Για λόγους ιστορικούς ο θεσμός του Μουφτή στην Ελλάδα λειτουργεί κατά τα συντηρητικά μουσουλμανικά πρότυπα, σύμφωνα με τα οποία ο Μουφτής δεν είναι μόνο θρησκευτικός ηγέτης, αλλά, έχει και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες επι θεμάτων οικογενειακού  και κληρονομικού δικαίου (λειτουργεί ως ιεροδίκης στο πλαίσιο του ισχύοντος στην Ελλάδα ισλαμικού ιερού νόμου- Σαρία).
Ο Μουφτής, λοιπόν, ως ειδικό δικαιοδοτικό όργανο του ελληνικού κράτους είναι έμμισθος δημόσιος υπάλληλος και δεν μπορεί να είναι αιρετός.
Θα πρέπει να σημειωθεί, πάντως, ότι ο ν. 2345 του 1920 (κυρωτικός νόμος της Συνθήκης των Αθηνών του 1913), με τον οποίο ο θεσμός του Μουφτή εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη, προέβλεπε διαδικασία εκλογής των Μουφτήδων από τη μειονότητα, αλλά στην πράξη η διαδικασία αυτή ουδέποτε ακολουθήθηκε.
Αντ αυτής υιοθετήθηκε η πρακτική του διορισμού των Μουφτήδων από τις αρχές, στην οποία η μειονότητα δεν αντιτάχθηκε, αφού δεν ήταν σπάνιες οι περιπτώσεις που ο διορισμός των Μουφτήδων έγινε σε συνεννόηση ή, καθ υπόδειξιν μειονοτικών κύκλων.
Καθώς με πρωτοβουλία μειονοτικών βουλευτών άρχισε η διαδικασία εκλογής μουφτήδων, το ελληνικό κράτος κατήργησε με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου  στις 24.12.110 το ν. 2345/1920 και κατοχύρωσε τη διαδικασία ανάδειξης Μουφτή μέσω διορισμού. Και εδώ, δηλαδή, το κράτος λειτούργησε αφού εμφανίστηκε το πρόβλημα.
Οι άτυποι μουφτήδες προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το οποίο τους δικαίωσε ατομικά, χωρίς, όμως, να πάρει θέση στο ζήτημα του τρόπου ανάδειξης Μουφτήδων.
Ο συγγραφέας δεν θέλει, συνειδητά, να πάρει σαφή θέση στο θέμα των Μουφτήδων επειδή πιστεύει πως η διατήρηση του αναχρονιστικού συστήματος της Σαρίας ευνοεί την ελληνική πολιτική παρέχοντας της το δικαίωμα να διορίζει το Μουφτή, επειδή, πέραν των ιερατικών επιτελεί και δικαστικά καθήκοντα.
Η τουρκική πλευρά  με τους χειρισμούς της στο ζήτημα των Μουφτήδων επεδίωξε:
-Την προβολή προς τα έξω της εικόνας μιας Ελλάδας, η οποία, δήθεν, καταπιέζει τις θρησκευτικές ελευθερίες της μειονότητας
-Την έμπρακτη αμφισβήτηση της δυνατότητας του ελληνικού κράτους να επιβάλλει τις αποφάσεις του στη Θράκη και ειδικά στη Μουσουλμανική μειονότητα με την παράλληλη ανάδειξη του τουρκικού προξενείου ως κύριου πόλου πολιτικής καθοδήγησης της μειονότητας.
ΜΕΙΟΝΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Το καθεστώς της μειονοτικής εκπαίδευσης θεμελιώνεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης και συμπληρώνεται από το Μορφωτικό Πρωτόκολλο του 1968 και την ελληνοτουρκική Συμφωνία για την Πολιτιστική Συνεργασία του 2000 (με την οποία καταργήθηκε η Μορφωτική Συμφωνία του 1951).
Βάσει της Λωζάννης, η μειονοτική εκπαίδευση διεξάγεται κυρίως σε πρωτοβάθμιο επίπεδο σε δίγλωσσα μειονοτικά σχολεία στα οποία τα μισά μαθήματα διδάσκονται στα τουρκικά, (Θρησκευτικά, Μαθηματικά, Φυσική Ιστορία και Τεχνικά) και τα υπόλοιπα στα ελληνικά (Αγωγή του Πολίτη, Ιστορία, Γεωγραφία και Μελέτη του Περιβάλλοντος).
Τα δύο εκπαιδευτικά προγράμματα αναπτύσσονται ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, έχουν τα δικά τους βιβλία και τους αντίστοιχους δασκάλους.
Οι μειονοτικοί μαθητές μπορούν (εφ όσον οι οικογένειές τους το επιθυμούν) να εγγραφούν σε δημόσιο (ελληνόγλωσσο) σχολείο, ωστόσο η μεγάλη τους πλειονότητα ακολουθεί για ευνόητους λόγους το μειονοτικό εκπαιδευτικό σύστημα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 το ποσοστό των μουσουλμανοπαίδων που φοιτούν σε δημόσια ελληνόγλωσσα σχολεία παρουσιάζει σαφή αυξητική τάση.
Το ποσοστό θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο αν σε πολλές περιοχές δεν υπήρχαν μόνο μειονοτικά σχολεία αλλά και ελληνόγλωσσα.
Ορισμένοι από τους κατοίκους των περιοχών αυτών αντιδρούν σ αυτήν την κατάσταση ζητώντας να έχουν δικαίωμα επιλογής εκπαιδευτικού συστήματος.
Η ποσόστωση εισαγωγής στα πανεπιστήμια από τη μειονότητα βοήθησε αρκετοί μαθητές να θέλουν να παρακολουθήσουν τα ελληνόγλωσσα σχολεία για να μάθουν την ελληνική γλώσσα.
Υπήρχε ένα πρόβλημα με την έλλειψη καθηγητή που θα δίδασκε το κοράνι. Η καθιέρωση του συστήματος των ιεροδιδασκάλων αποτέλεσε μια λύση. Προσλήφθηκαν, και πληρώνονται από το ελληνικό κράτος 240 ιεροδιδάσκαλοι γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση της Τουρκίας και, ω του θαύματος, και ορισμένων κομμάτων της ελληνικής βουλής. Το μέτρο είχε εμφανή αποτελέσματα. Αποτελέσματα είχε επίσης και η καθιέρωση νηπιαγωγείων στην ελληνική. Και αυτό το μέτρο προκάλεσε την αντίδραση της Τουρκίας.
Αντιθέτως, δεν είχε αποτελέσματα το πρόγραμμα Δραγώνα- Φραγκουδάκη, το οποίο στοίχησε και πολλά εκατομμύρια ευρώ (28 εκατ ευρώ).
Εκκινώντας από τη διαπίστωση ότι έως τότε τα βιβλία του ελληνόγλωσσου προγράμματος ήταν τα ίδια με εκείνα των δημόσιων ελληνικών σχολείων, στοιχείο το οποίο δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα, αφού τα βιβλία αυτά απευθύνονταν σε μαθητές με μητρική γλώσσα τα ελληνικά, το ΠΕΜ (Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Μουσουλμανοπαίδων), έθεσε ως στόχο τη βελτίωση της ελληνομάθειας των μουσουλμανοπαίδων, κυρίως, μέσω της δημιουργίας νέου διδακτικού υλικού (βιβλία, εποπτικά μέσα κλπ).
Στη νέα αυτή προσέγγιση τα ελληνικά διδάσκονται ως ξένη γλώσσα ενώ ως γλώσσα στήριξης χρησιμοποιείται η τουρκική, η οποία για μια ακόμη φορά εκλαμβάνεται καταχρηστικά, ως η μοναδική γλώσσα της μειονότητας.
Εν κατακλείδι:
Η Τουρκία κάνει μακροχρόνια και συντονισμένη δουλειά στη μειονότητα με σκοπό να δημιουργήσει συνθήκες κατάλληλες για να θέσει όταν και αν οι προϋποθέσεις ικανοποιηθούν ζήτημα αυτονόμησής της.
Εργάζεται σε πολιτικό, κοινωνικό, εκπαιδευτικό  και οικονομικό επίπεδο.
-Τον συντονιστικό και πολιτικό ρόλο τον έχει το τουρκικό προξενείο.
-Τον κοινωνικό τον επιτελεί η «ηγεσία» της μειονότητας σε συνδυασμό με τους Μουφτήδες.
-Τον εκπαιδευτικό οι θεσμοί που της παραχωρήθηκαν από τη Λωζάννη και τους διευρύνει προς όφελός της, αντιδρώντας, παράλληλα σε οποιαδήποτε παρέμβαση της ελληνικής πολιτείας που είναι προς όφελος της εκπαίδευσης των μουσουλμανοπαίδων.
-Στον οικονομικό τομέα η Ziraat Bank παρέχει ρευστότητα για την υλοποίηση των τουρκικών σχεδίων στην περιοχή ενώ βρίσκονται σε αναμονή τούρκοι επιχειρηματίες να εξαγοράσουν επιχειρήσεις και να ασκήσουν, μέσω της παροχής εργασίας, πολιτική ελέγχου ή προσεταιρισμού , ολόκληρης της μειονότητας.
Παραμένει απορίας άξιον για ποιο λόγο η ελληνική πολιτεία διατηρεί το τουρκικό προξενείο στην Κομοτηνή. Το όφελος από την παύση λειτουργίας του θα είναι πολλαπλάσιο από τα τουρκικά αντίποινα να κλείσει το ελληνικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη.
Στον εκπαιδευτικό τομέα θα πρέπει να συνεχισθούν οι ελληνικές προσπάθειες βελτίωσης της εκπαίδευσης της μειονότητας και ενθάρρυνσής της να φοιτά στα ελληνόγλωσσα σχολεία.
Θα πρέπει επίσης να υπάρξει διαχωρισμός της μειονότητας σε Τουρκογενείς, Πομάκους και Ρομά και να εφαρμοστούν στη γλώσσα της κάθε μειονοτικής συνιστώσας οι προβλέψεις της Λωζάννης.
Τέλος, θα πρέπει να υπάρξει στοχευμένη οικονομική ανάπτυξη της Θράκης και υποστήριξη των επιχειρήσεων της περιοχής.
Ο συγγραφέας του βιβλίου κάνει αναλυτικές προτάσεις για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής και εύστοχες παρατηρήσεις για το που οδηγούνται οι εξελίξεις.
Η Θράκη είναι πολύ σοβαρό ζήτημα για να περνάει απαρατήρητο, έστω και σε συνθήκες κρίσης.
Ο Συγγραφέας:
Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος έχει διπλώματα μεταπτυχιακής ειδίκευσης (MSc) στα Οικονομικά Μαθηματικά (Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών) και στη Θεωρητική Φυσική (Παν/μιο Κρήτης). Έχει πτυχίο Φυσικής (Παν/μιο Αθηνών). Έχει εργαστεί ως διευθυντικό στέλεχος στον τομέα Διαχείρισης Κινδύνων σε μεγάλους ελληνικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και στο πλαίσιο αυτό έχει επισκεφτεί πολλές βαλκανικές χώρες (Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία). Διδάσκει Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Παν/μιο Αθηνών. Αρθρογραφεί τακτικά για την οικονομία και τα εθνικά θέματα σε ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα.


Το παραπάνω αφιέρωμα δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.anixneuseis.gr στις 30.11.2015