Τετάρτη 14 Αυγούστου 2019

Πώς η Ελλάδα ξεπέρασε το κραχ του 1929 – Διδάγματα για το σήμερα


Το 1929 είναι ένα ορόσημο στην παγκόσμια ιστορία, γιατί στη χρονιά αυτή εκδηλώθηκε η βαθιά και γενικευμένη οικονομική κρίση που αργότερα έγινε γνωστή ως το Μεγάλο Κραχ. Λίγοι γνωρίζουν ότι η Ελλάδα ήταν από τις πρώτες χώρες που βγήκαν από τη μεγάλη κρίση, παρά το γεγονός ότι προσπαθούσε να συνέλθει από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πώς έγινε αυτό και ποιοί τελικά ωφελήθηκαν; Ποιές προκλήσεις δημιούργησαν αυτές οι εξελίξεις και πώς ανταποκρίθηκε σε αυτές το πολιτικό σύστημα της εποχής; Σε αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.
Παγκόσμιο κραχ και στάση πληρωμών
Στη δεκαετία του ’30 η Ελλάδα δεν ανήκε σε κάποια νομισματική ένωση όπως σήμερα, αλλά διατηρούσε το εθνικό της νόμισμα. Ήταν όμως και τότε υπερχρεωμένη, μετά από μια σειρά πολέμων. Κατά μια περίεργη σύμπτωση η Ελλάδα στην αρχή προσπάθησε να αντιμετωπίσει την κρίση με έναν τρόπο παρόμοιο με αυτόν που ακολουθήθηκε και στην πρόσφατη κρίση του 2010: μέσα από μια πολιτική «σκληρής δραχμής» - που τότε σήμαινε πρόσδεση στον κανόνα χρυσού – προσπάθησε να διατηρήσει την αξία του νομίσματός της, ώστε να παραμείνει αξιόπιστος προορισμός ξένων κεφαλαίων. Σε αυτά τα κεφάλαια υπολόγιζε η κυβέρνηση των φιλελευθέρων (Ε. Βενιζέλος) για την υλοποίηση μιας σειράς έργων υποδομών. Παράλληλα η χώρα προσπάθησε να εξασφαλίσει την αναχρηματοδότηση του χρέους της, προβάλλοντας κυρίως πολιτικά επιχειρήματα στους δανειστές της.

Στις συνθήκες εκείνης της περιόδου η υλοποίηση μιας τέτοιας (εν πολλοίς αντιφατικής) πολιτικής ήταν απλώς αδύνατη. Γρήγορα λοιπόν η Ελλάδα βρέθηκε να έχει εξαντλήσει όλα τα συναλλαγματικά της αποθέματα στην προσπάθεια της να διατηρήσει την αξία της δραχμής. Έτσι υποχρεώθηκε να εξέλθει από τον κανόνα χρυσού, τον οποίο η Αγγλία είχε εγκαταλείψει ήδη νωρίτερα. Η εξέλιξη αυτή συνεπαγόταν αναπόφευκτα και στάση πληρωμών στο δημόσιο χρέος. Περιέργως οι δανειστές δεν αντέδρασαν έντονα σε αυτές τις εξελίξεις, εν μέρει διότι τις θεώρησαν αναπόφευκτες, εν μέρει διότι και οι ίδιοι αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε και η κατανομή του χρέους (δηλαδή το ποιοί ήταν οι τελικοί δανειστές, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό ήταν ιδιώτες).

Η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση
Όπως σύντομα αποδείχθηκε, η έξοδος από τον κανόνα χρυσού και η στάση πληρωμών, μαζί με μια σειρά από ευνοϊκές συγκυρίες είχαν ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα: η Ελλάδα σύντομα εξήλθε της κρίσης, πρώτη από όλη την Ευρώπη, παρουσιάζοντας τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης μετά την ΕΣΣΔ και την Ιαπωνία! Πώς όμως έγινε αυτό; Και ποιά ήταν τα νέα δεδομένα που η εξέλιξη αυτή δημιούργησε;

Η ταχεία έξοδος της Ελλάδας από την κρίση ήταν αποτέλεσμα συνδυασμού διαφόρων παραγόντων και όχι μιας συγκεκριμένης πολιτικής που συνειδητά εφάρμοσε η πολιτική της ηγεσία. Από τη μια μεριά η χώρα εξοικονόμησε σημαντικούς πόρους από την παύση πληρωμών. Από την άλλη ευνοήθηκε από το γεγονός ότι είχε μια καθυστερημένη οικονομία, η οποία βασίζονταν κυρίως στη γεωργική παραγωγή.

Κύρια εξαγώγιμα προϊόντα ήταν η σταφίδα και (από το 1923) ο καπνός. Αυτό σήμαινε ότι η χώρα μπορούσε να επηρεαστεί σε μικρό βαθμό από την απομόνωση που της επέβαλε το χρεοστάσιο και επί πλέον ότι είχε μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης. Πράγματι, η γεωργική παραγωγή άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία ήδη από το 1932, ως αποτέλεσμα της εντατικότερης εκμετάλλευσης της γης, της βελτίωσης των πρακτικών καλλιέργειας και των ευνοϊκών καιρικών συνθηκών. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με την κατά 45% υποτίμηση της δραχμής, είχαν ως αποτέλεσμα η χώρα να καταστεί πρακτικά αυτάρκης σε βασικά τρόφιμα (σιτάρκεια) και οι αγροτικές εισαγωγές να μειωθούν δραστικά.

Η υποτίμηση της δραχμής σε συνδυασμό με μια πολιτική δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα είχαν και ένα άλλο αποτέλεσμα: την ταχεία ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής. Σε μικρό σχετικά χρονικά διάστημα αναπτύχθηκε μια εγχώρια βιομηχανία η οποία μπορούσε να καλύπτει τις ανάγκες τις εγχώριας αγοράς σε βασικά αγαθά. Επρόκειτο βεβαιώς για μια βιομηχανία, χαμηλής ανταγωνιστικότητας που δεν μπορούσε να σταθεί στη διεθνή αγορά. Η ύπαρξή της βασιζόταν κυρίως στους δασμούς επί των εισαγόμενων αγαθών και στο πολύ χαμηλό εργατικό κόστος που εξασφάλιζαν οι στρατιές των μικρασιατών προσφύγων. Το γεγονός όμως ήταν ένα: ότι εξ αιτίας ενός συνδυασμού συγκυριών η Ελλάδα βγήκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση με σημαντικά μειωμένη την οικονομική και πολιτική της εξάρτηση. Η κατάσταση αυτή δημιουργούσε νέες προκλήσεις, αλλά και έθετε νέες ευθύνες στο πολιτικό κατεστημένο της χώρας. Πώς θα διαχειριζόταν όμως το ελληνικό πολιτικό προσωπικό αυτή τη νέα πραγματικότητα;

Πολιτικό σύστημα χωρίς όραμα
Όπως αποδείχθηκε, το πολιτικό προσωπικό της περιόδου δεν μπόρεσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Οι παράγοντες και των δύο μεγάλων (αστικών) κομμάτων – Λαϊκό κόμμα και κόμμα Φιλελευθέρων – αδυνατούσαν να συλλάβουν τα δεδομένα ενός κόσμου που άλλαζε. Συνέχισαν λοιπόν να πολιτεύονται με γνώμονα το μικροκομματικό και το ατομικό συμφέρον. Έτσι δεν επιδιώχθηκε η βαθμιαία διεθνοποίηση της ελληνικής βιομηχανίας μέσω της σταδιακής μείωσης των δασμών και της επένδυσης σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό των μεγάλων κερδών που απεκόμισαν πολλοί επιχειρηματίες. Αντιθέτως πολλοί από αυτούς εξήγαν τα κέρδη τους στο εξωτερικό, αφού τα μετέτρεπαν σε συνάλλαγμα.

Από την άλλη μεριά οι κατώτερες τάξεις (εργάτες, αγρότες) δεν έλαβαν το μέρισμα που τους αναλογούσε από την ανάκαμψη της οικονομίας. Το αποτέλεσμα ήταν να ενταθούν ήδη από το 1935 οι κοινωνικές εντάσεις. Σε αυτές τις συνθήκες το πολιτικό σύστημα δεν είχε άλλη πρόταση από τον αυταρχισμό. Και μην μπορώντας να τον ασκήσει άμεσα, πρακτικά παραιτήθηκε: Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μετέπειτα δικτάτωρ Μεταξάς δεν ανήλθε στην εξουσία με πραξικόπημα. Ήταν ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός που αφέθηκε από τα δύο μεγάλα κόμματα να κυβερνά με νομοθετικά διατάγματα, όταν αυτά έκλεισαν τη Βουλή για θερινές διακοπές την άνοιξη του 1936! Χρειάζοταν απλώς μια αφορμή για να κηρύξει στρατιωτικό νόμο, και αυτή η αφορμή του δόθηκε με την αναγγελία μιας μεγάλης απεργίας για τις 4 Αυγούστου...

Συμπεράσματα
Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η οικονομική ιστορία της Ελλάδας στον μεσοπόλεμο. Με τα παραπάνω δεν προσπάθησα να πω ότι οι «λύσεις» εκείνης της εποχής θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και σήμερα, αφού οι συνθήκες και τα διεθνή δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Προσπάθησα όμως να αναδείξω ένα διαχρονικό φαινόμενο: την αδυναμία του εγχώριου πολιτικού προσωπικού να συλλάβει και να εφαρμόσει ένα εθνικό σχέδιο βιώσιμης οικονομικής μεγέθυνσης ως βάσης συλλογικής ευημερίας και εθνικής ισχύος. Αθεράπευτα μικροκομματικό, χωρίς μακρόπνοη οπτική και εν πολλοίς ανίκανο να κατανοήσει τα διεθνή δεδομένα, το ελληνικό πολιτικό προσωπικό παρέμεινε προσηλωμένο (και τότε και τώρα) στην πελατειακή διαχείριση του κράτους. Σε αυτό το πλαίσιο δεν δίστασε κάποιες φορές ακόμη και να υπονομεύσει τις προοπτικές της χώρας, προκειμένου να μην απειληθεί η πρωτοκαθεδρία του από τα ανερχόμενα στρώματα της κοινωνίας.

Τηρουμένων των αναλογιών, μια παρόμοια κατάσταση ισχύει και σήμερα: με τη χώρα να έχει χρεοκοπήσει εδώ και μια δεκαετία, το πολιτικό σύστημα δεν έχει ακόμη παρουσιάσει ένα σχέδιο θεσμικής και παραγωγικής της ανασύνταξης. Την ίδια ώρα είδε να φεύγουν στο εξωτερικό μισό εκατομμύριο ελληνόπουλα, τα οποία αντιπροσωπεύουν
ένα πολύτιμο τμήμα του παραγωγικού και του βιολογικού δυναμικού της χώρας.

Σε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης τα πολιτικά κόμματα εναλλάχθηκαν σε ρόλους μνημονιακής ευπείθειας και μνημονιακής ανυπακοής, αλλά στο τέλος υπέγραψαν τα πάντα. Σήμερα, μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου, η χώρα διαθέτει μια κυβέρνηση η οποία δηλώνει ότι θέλει να λειτουργήσει εκσυγχρονιστικά. Στον βαθμό που αυτό θα συμβεί, θα συνιστά σίγουρα μια θετική εξέλιξη.

Δεν θα πρέπει όμως να αυταπατάται κανείς – και πρώτη από όλους η κυβέρνηση – ότι στην παρούσα ιστορική φάση ζητούμενο δεν είναι μια σειρά θετικών βημάτων, αλλά η επιβολή αλλαγών ικανών να δώσουν στη χώρα νέα προοπτική. Και αυτό σίγουρα απαιτεί κάτι πολύ περισσότερο από ένα άθροισμα τεχνοκρατικών βελτιώσεων. Απαιτεί την αναδιάρθρωση των δομών εξουσίας οι οποίες οδήγησαν τη χώρα στη σημερινή κρίση. Απαιτεί ακόμη και την ανάδυση ενός νέου αξιακού πλαισίου, το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για τη διαμόρφωση ενός νέου συλλογικού οράματος. Πιστεύει άραγε η κυβέρνηση ότι κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, όταν ανακυκλώνει με τέτοια σπουδή στελέχη του «παλαιού καθεστώτος»; Ή όταν οργανώνει φιέστες «περιτυλίγματος» για τα 200 χρόνια από το 1821, χρησιμοποιώντας τα ίδια πρόσωπα-σύμβολα που ηγήθηκαν του παρακμιακού και κενόδοξου «2004», το οποίο αποτέλεσε το κύκνειο άσμα μιας Ελλάδας που ευημέρησε με δανεικά;


Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 13.08.2019 στην ιστοσελίδα slpress.gr εδώ