Το 1929 η παγκόσμια οικονομία
συνταράχθηκε συθέμελα από μια κρίση που έμελε να μείνει στην ιστορία ως το
Μεγάλο Κραχ. Λίγοι γνωρίζουν πόσο επιτυχημένα ανταποκρίθηκε η Ελλάδα σε αυτή
την κρίση, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συνέλθει από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Πώς έγινε αυτό και ποιοί τελικά ωφελήθηκαν; Ποιές προκλήσεις δημιούργησαν αυτές
οι εξελίξεις και πώς ανταποκρίθηκε σε αυτές το πολιτικό σύστημα της εποχής; Σε
αυτά τα ερωτήματα θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στη συνέχεια.
Παγκόσμιο κραχ και στάση πληρωμών
Στις αρχές της δεκαετίας του
’30 η Ελλάδα δεν ανήκε σε κάποια νομισματική ένωση όπως σήμερα, αλλά διατηρούσε
το εθνικό της νόμισμα. Ήταν βέβαια και τότε υπερχρεωμένη, μετά από μια σειρά
πολέμων. Κατά μια περίεργη σύμπτωση η Ελλάδα στην αρχή προσπάθησε να
αντιμετωπίσει την κρίση με έναν τρόπο παρόμοιο με αυτό που ακολουθεί σήμερα:
μέσα από μια πολιτική «σκληρής δραχμής» - που τότε σήμαινε πρόσδεση στον κανόνα
χρυσού – προσπάθησε να διατηρήσει την αξία του νομίσματός της, ώστε να
παραμείνει αξιόπιστος προορισμός ξένων κεφαλαίων. Σε αυτά τα κεφάλαια ποντάριζε
η κυβέρνηση των φιλελευθέρων (Ε. Βενιζέλος) για την υλοποίηση μιας σειράς έργων
υποδομών. Παράλληλα η χώρα προσπάθησε να εξασφαλίσει την αναχρηματοδότηση του
χρέους της προβάλλοντας κυρίως πολιτικά επιχειρήματα στους δανειστές της.
Στις συνθήκες εκείνης της
περιόδου η υλοποίηση μιας τέτοιας (εν πολλοίς αντιφατικής) πολιτικής ήταν απλώς
αδύνατη. Γρήγορα η Ελλάδα βρέθηκε να έχει εξαντλήσει όλα τα συναλλαγματικά της
αποθέματα στην προσπάθεια να διατηρήσει την αξία της δραχμής, με αποτέλεσμα η
έξοδος από τον κανόνα χρυσού (τον οποίο η Αγγλία είχε εγκαταλείψει ήδη
νωρίτερα) να καταστεί η μόνη λύση. Η εξέλιξη αυτή συνεπαγόταν αναπόφευκτα και στάση
πληρωμών στο δημόσιο χρέος. Περιέργως οι δανειστές δεν αντέδρασαν σθεναρά σε
αυτές τις εξελίξεις, εν μέρει διότι αποδέχτηκαν το ότι ήταν αναπόφευκτες, εν
μέρει διότι και οι ίδιοι αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα. Σημαντικό ρόλο έπαιξε
και η σύνθεση του χρέους (δηλαδή ποιοί ήταν οι τελικοί δανειστές, οι οποίοι σε
μεγάλο βαθμό ήταν ιδιώτες).
Η έξοδος της Ελλάδας από την κρίση
Όπως σύντομα αποδείχθηκε, η
έξοδος από τον κανόνα χρυσού και η στάση πληρωμών, μαζί με μια σειρά από
ευνοϊκές συγκυρίες είχαν ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα: η Ελλάδα μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα εξήλθε της κρίσης, πρώτη από
όλη την Ευρώπη και παρουσιάζοντας τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης μετά την
ΕΣΣΔ και την Ιαπωνία! Πώς όμως έγινε αυτό; Και ποιά ήταν τα νέα δεδομένα που
αυτό δημιούργησε;
Η ταχεία έξοδος της Ελλάδας
από την κρίση ήταν ένα αποτέλεσμα συνδυασμού πολλών παραγόντων και όχι ακριβώς
μιας συγκεκριμένης πολιτικής που συνειδητά εφάρμοσε η πολιτική της ηγεσία. Από
τη μια μεριά η χώρα εξοικονόμησε σημαντικούς πόρους από το υποχρεωτικό χρεωστάσιο.
Από την άλλη ευνοήθηκε από το γεγονός ότι είχε μια καθυστερημένη οικονομία, η
οποία βασίζονταν κυρίως στη γεωργική παραγωγή, με κύρια εξαγώγιμα προϊόντα τη
σταφίδα και (από το 1923) τον καπνό. Αυτό σήμαινε ότι η χώρα μπορούσε να
επηρεαστεί σε μικρό βαθμό από την απομόνωση που της επέβαλε το χρεοστάσιο και
επί πλέον ότι είχε μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης. Πράγματι, η γεωργική παραγωγή
άρχισε να αναπτύσσεται ραγδαία ήδη από το 1932, ως αποτέλεσμα της εντατικότερης
εκμετάλλευσης της γης, της βελτίωσης των πρακτικών καλλιέργειας και των
ευνοϊκών καιρικών συνθηκών. Οι παράγοντες αυτοί, σε συνδυασμό με την κατά 45%
υποτίμηση της δραχμής, είχαν ως αποτέλεσμα η χώρα να καταστεί πρακτικά αυτάρκης
σε βασικά τρόφιμα (σιτάρκεια) και οι αγροτικές εισαγωγές να μειωθούν δραστικά.
Η υποτίμηση της δραχμής σε
συνδυασμό με μια πολιτική δασμών στα εισαγόμενα προϊόντα είχαν και ένα άλλο
αποτέλεσμα: την ταχεία ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής. Σε μικρό σχετικά
χρονικά διάστημα αναπτύχθηκε μια εγχώρια βιομηχανία η οποία μπορούσε να
καλύπτει τις ανάγκες τις εγχώριας αγοράς σε βασικά αγαθά. Επρόκειτο βεβαιώς για
μια βιομηχανία, χαμηλής
ανταγωνιστικότητας που δεν μπορούσε να σταθεί στη διεθνή αγορά. Η ύπαρξή
της βασιζόταν κυρίως στους δασμούς
στα εισαγόμενα είδη και στο πολύ χαμηλό
εργατικό κόστος που εξασφάλιζαν οι στρατιές των μικρασιατών προσφύγων. Το
γεγονός όμως ήταν ένα: ότι ως αποτέλεσμα ενός συνδυασμού συγκυριών η Ελλάδα εξήλθε της παγκόσμιας οικονομικής
κρίσης με σημαντικά μειωμένη την οικονομική και πολιτική της εξάρτηση. Η
κατάσταση αυτή δημιουργούσε νέες προκλήσεις, αλλά και έθετε νέες ευθύνες στο
πολιτικό κατεστημένο της χώρας. Πώς θα διαχειριζόταν όμως το ελληνικό πολιτικό
προσωπικό αυτή τη νέα πραγματικότητα;
Η συμπεριφορά του πολιτικού συστήματος
Όπως αποδείχθηκε, το πολιτικό
προσωπικό της περιόδου δεν μπόρεσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων. Οι
παράγοντες και των δύο μεγάλων (αστικών) κομμάτων – Λαϊκό κόμμα και κόμμα
Φιλελευθέρων – αδυνατώντας να συλλάβουν τα δεδομένα ενός κόσμου που άλλαζε,
συνέχισαν τα πολιτεύονται με γνώμονα το μικροκομματικό και ατομικό συμφέρον. Έτσι
για παράδειγμα δεν επιδιώχθηκε η βαθμιαία διεθνοποίηση της ελληνικής
βιομηχανίας με τη σταδιακή μείωση των δασμών και την επένδυση σε κεφαλαιουχικό
εξοπλισμό των τεράστιων κερδών που απεκόμισαν πολλοί επιχειρηματίες. Αντιθέτως
πολλοί από αυτούς εξήγαν τα κέρδη τους στο εξωτερικό μετατρέποντάς τα σε
συνάλλαγμα, ενώ οι κατώτερες τάξεις (εργάτες, αγρότες) δεν έλαβαν το μέρισμα
που τους αναλογούσε από την ανάκαμψη της οικονομίας. Το αποτέλεσμα ήταν να
ενταθούν ήδη από το 1935 οι κοινωνικές εντάσεις. Σε αυτές τις συνθήκες το
πολιτικό σύστημα δεν είχε άλλη πρόταση από τον αυταρχισμό. Και μην μπορώντας να
τον ασκήσει άμεσα, πρακτικά παραιτήθηκε: Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μετέπειτα
δικτάτωρ Μεταξάς δεν ανήλθε στην εξουσία με πραξικόπημα. Ήταν ο υπηρεσιακός
πρωθυπουργός που αφέθηκε από τα δύο μεγάλα κόμματα να κυβερνά με νομοθετικά
διατάγματα, όταν αυτά έκλεισαν τη Βουλή για θερινές διακοπές την άνοιξη του
1936! Χρειάζοταν απλώς μια αφορμή για να κηρύξει στρατιωτικό νόμο, και αυτή η
αφορμή του δόθηκε με την αναγγελία μιας μεγάλης απεργίας για τις 4 Αυγούστου...
Συμπεράσματα
Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η
οικονομική ιστορία της Ελλάδας στον μεσοπόλεμο. Με τα παραπάνω δεν προσπάθησα
να πω ότι οι «λύσεις» εκείνης της εποχής θα μπορούσαν να εφαρμοστούν και
σήμερα, αφού οι συνθήκες και τα διεθνή δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά. Προσπάθησα
όμως να αναδείξω ένα διαχρονικό φαινόμενο: την
αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να συλλάβει και να εφαρμόσει ένα εθνικό
σχέδιο βιώσιμης οικονομικής μεγέθυνσης ως βάσης συλλογικής ευημερίας και
εθνικής ισχύος. Αθεράπευτα μικροκομματικό, χωρίς μακρόπνοη οπτική και εν
πολλοίς ανίκανο να κατανοήσει τα διεθνή δεδομένα, το πολιτικό προσωπικό παρέμεινε
προσηλωμένο (και τότε και τώρα) στην πελατειακή διαχείριση του κράτους, το
οποίο πάντα αντιμετώπιζε ως λάφυρο. Και βέβαια αυτό η χώρα το πλήρωσε με
τεράστιες κοινωνικές και εθνικές καταστροφές, δηλαδή με μόνιμη υποβάθμιση των
οικονομικών και δημογραφικών προοπτικών της και με την de facto
κατάλυση της εθνικής της κυριαρχίας.
Όλα αυτά θα πρέπει να τα
αναλογιστεί σοβαρά ο ελληνικός λαός, ο οποίος δεν μπορεί για πολύ να κρύβεται
πίσω από την καταγγελία των «ανίκανων πολιτικών». Φαινόμενα τόσο διαχρονικά,
δεν είναι παρά η αντανάκλαση ενός βαθύτερου ψυχισμού: του ατομοκεντρισμού στη βάση της κοινωνίας, ο οποίος ανέχτηκε τη
μετριότητα στην κορυφή, ειδικά όσο αυτή μπορούσε να του παρέχει ευκαιρίες
αυτοεξαίρεσης. Ας αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πιο αξιοκρατικά και πιο
συλλογικά, μήπως και σωθούμε ατομικά...
Αναστάσιος Λαυρέντζος
Twitter: @LavrentzosA
Σημ.: Το άρθρο είναι βασισμένο στο βιβλίο του Mark Mazower "Η Ελλάδα και η Οικονομική Κρίση του Μεσοπολέμου" (MIET), στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να ανατρέξει για περισσότερα στοιχεία.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 17.09.2014 στη Real.gr και μπορείτε να το δείτε εδώ