Το δημοψήφισμα για την επικύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών που
διεξήχθη την περασμένη Κυριακή στα Σκόπια δημιούργησε νέα
δεδομένα στο χρονίζον σκοπιανό-μακεδονικό ζήτημα. Σε μια πρώτη προσπάθεια να
αποδελτιώσουμε τα συμπεράσματα που προκύπτουν, επισημαίνουμε τα εξής:
1. Οι Σκοπιανοί επέλεξαν να απορρίψουν τη
Συμφωνία των Πρεσπών με ένα δημοψήφισμα το οποίο κατέστησαν άκυρο. Η πολύ
χαμηλή προσέλευση των Σκοπιανών ψηφοφόρων (δύο στους τρεις δεν μετείχαν στο
δημοψήφισμα) συνιστά έμμεση αλλά σαφή απόρριψη της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Επίσης αποτελεί πολιτική ήττα για τον Ζάεφ, ο οποίος τώρα είναι υποχρεωμένος να προωθήσει την προβλεπόμενη συνταγματική αναθεώρηση μέσω της Βουλής. Αυτή δεν θα είναι μια εύκολη διαδικασία, διότι ο Ζάεφ δεν διαθέτει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Θα αρχίσει λοιπόν τώρα μια περίοδος αδιαφανών πολιτικών ζυμώσεων, στις οποίες θα συμμετάσχουν και βουλευτές της αντιπολίτευσης (του κόμματος VMRO), ορισμένοι από τους οποίους είναι υπόδικοι για διάφορα ζητήματα.
Επίσης αποτελεί πολιτική ήττα για τον Ζάεφ, ο οποίος τώρα είναι υποχρεωμένος να προωθήσει την προβλεπόμενη συνταγματική αναθεώρηση μέσω της Βουλής. Αυτή δεν θα είναι μια εύκολη διαδικασία, διότι ο Ζάεφ δεν διαθέτει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Θα αρχίσει λοιπόν τώρα μια περίοδος αδιαφανών πολιτικών ζυμώσεων, στις οποίες θα συμμετάσχουν και βουλευτές της αντιπολίτευσης (του κόμματος VMRO), ορισμένοι από τους οποίους είναι υπόδικοι για διάφορα ζητήματα.
2. Οι Σκοπιανοί ψηφοφόροι αγνόησαν τις υποδείξεις
της διεθνούς κοινότητας. Είναι ενδιαφέρον ότι οι Σκοπιανοί ψηφοφόροι και
κυρίως οι σλαβόφωνοι πολίτες αγνόησαν τις εκκλήσεις για επικύρωση της Συμφωνίας
των Πρεσπών, παρά το γεγονός ότι αυτή είχε συναρτηθεί άμεσα με την είσοδο των
Σκοπίων στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ. Στην ίδια βάση αγνόησαν και τις πολλαπλές
εκκλήσεις δυτικών αξιωματούχων, ακόμη κι όταν αυτές διατυπώθηκαν στο ανώτατο
επίπεδο. Το φαινόμενο αυτό αποδεικνύει για μια ακόμη φορά ότι οι «συστημικές
παραινέσεις» φέρνουν το αντίθετο αποτέλεσμα, πράγμα το οποίο οι Δυτικοί δεν
θέλουν να εμπεδώσουν. Επίσης αποδεικνύει
ότι οι εθνικιστικές διεκδικήσεις είναι πάντα πολύ ισχυρότερες από αυτές που θα
ανέμενε κανείς, στοιχείο το οποίο πάντα ίσχυε στα Βαλκάνια.
3. Οι Αλβανοί των Σκοπίων συμμετείχαν στο
δημοψήφισμα σε υψηλό ποσοστό και ψήφισαν θετικά. Στον αντίποδα των
παραπάνω, ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι η συμμετοχή των αλβανόφωνων στο
δημοψήφισμα υπήρξε γενικά υψηλή. Όπως αποδεικνύουν μάλιστα τα αποτελέσματα, η
τοποθέτησή τους ήταν θετική. Έχουμε λοιπόν το οξύμωρο σχήμα να μην συναινούν
στη Συμφωνία των Πρεσπών οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, δηλαδή οι Σλάβοι των Σκοπίων,
και να την στηρίζουν αυτοί που λογικά θα ήταν σχετικά αδιάφοροι – δηλαδή οι
Αλβανοί των Σκοπίων. Αυτό εν πολλοίς θα πρέπει να αποδοθεί στις παραινέσεις
Αλβανών αξιωματούχων, οι οποίες μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις πήραν τη μορφή
ανοικτών πιέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αλβανός Πρωθυπουργός Έντι Ράμα,
απευθυνόμενος στους ομοεθνείς του, τόνισε ότι «θα ήταν προδότης όποιος Αλβανός
δεν μετείχε στο δημοψήφισμα». Είναι φανερό ότι οι Αλβανοί παίζουν το χαρτί του
πιστού συμμάχου των ΗΠΑ στα Βαλκάνια. Έτσι σε αυτή τη φάση προκρίνουν τη
σταθεροποίηση των Σκοπίων στο πλαίσιο του ατλαντικού σχεδιασμού. Σε
μεταγενέστερη φάση εκτιμούν ότι θα έχουν την ευκαιρία να προωθήσουν τα δικά
τους αλυτρωτικά αιτήματα, τα οποία προσβλέπουν στην ενοποίηση των αλβανικών
πληθυσμών στο πλαίσιο της Μεγάλης Αλβανίας.
4. Ο «μακεδονισμός» έχει εδραιωθεί στους
Σλάβους των Σκοπίων και μάλλον δεν κατευνάζεται από τις παραχωρήσεις της
Ελλάδας. Οι πολίτες του σκοπιανού κρατιδίου δεν απέρριψαν απλώς μια καλή
συμφωνία για αυτούς. Απέρριψαν μια συμφωνία πολύ ευνοϊκή για τη χώρα τους, η
οποία υλοποιεί στο ακέραιο όλες τις στρατηγικές επιδιώξεις του πολιτικού τους
συστήματος και ίσως ξεπερνά ακόμη και τις ρεαλιστικά αναμενόμενες προσδοκίες
του. Πράγματι, έλαβαν με υπογραφή της Ελλάδας την αναγνώριση της «Μακεδονικής»
εθνότητας και γλώσσας, την πολυπόθητη είσοδο σε ΕΕ και ΝΑΤΟ (με ό,τι αυτό
συνεπάγεται σε χρήμα και διπλωματική αναβάθμιση), και σαν να μην έφθαναν όλα
αυτά, συμφωνήθηκε με ελληνική υπογραφή ένα όνομα που θα εμπεριέχει τον όρο
Μακεδονία. Το μόνο αντάλλαγμα που έδωσαν για όλα αυτά ήταν ο ονοματικός
προσδιορισμός «Βόρεια», τον οποίο όμως ο Ζάεφ άρχισε να παραλείπει από την
επομένη κιόλας της Συμφωνίας των Πρεσπών. Το γεγονός λοιπόν ότι οι πολίτες ενός
ασταθούς νεοπαγούς κρατιδίου εξέφρασαν έναν τέτοιο μαξιμαλισμό, οδηγεί σε μια
σειρά δυσάρεστων για την Ελλάδα διαπιστώσεων: Πρώτον, ότι ο Σκοπιανός
εθνικισμός έχει εδραιωθεί μέσω του ιδεολογήματος του «μακεδονισμού» και άρα η
Ελλάδα μάλλον ματαιοπονεί, αν νομίζει ότι προβαίνοντας σε τόσο μεγάλες
παραχωρήσεις θα κατευνάσει τους Σκοπιανούς. Δεύτερον, ότι οι Βαλκάνιοι δεν
αντιμετωπίζουν την Ελλάδα με δέος, ούτε την βλέπουν ως γέφυρα προς την Ευρώπη,
όπως ίσως θα ήθελαν να βαυκαλίζονται οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες. Συνεπώς το
Βαλκανικό περιβάλλον έχει καταστεί αρκετά επικίνδυνο και αυτή τη στιγμή
πρώτιστο ελληνικό καθήκον είναι η πολυεπίπεδη ανασυγκρότηση της Ελλάδας
προκειμένου να αυξηθεί το διπλωματικό της εκτόπισμα.
5. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ευνοεί
τους επικοινωνιακούς σχεδιασμούς των κομμάτων της ελληνικής συγκυβέρνησης.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν πιθανώς το καλύτερο δυνατό για την
κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Κατά πρώτον δίνει τη δυνατότητα στον ΣΥΡΙΖΑ να
ισχυριστεί ότι η συμφωνία ήταν ισορροπημένη, και άρα για αυτό και δεν έτυχε της
αποδοχής των Σκοπιανών. Κατά δεύτερον, με την ασάφεια που εισάγει, δίνει το
περιθώριο στον καθέναν από τους
κυβερνητικό εταίρους να πει ό,τι τον εξυπηρετεί. Έτσι είναι
χαρακτηριστικό ότι οι ΑΝΕΛ έσπευσαν να δηλώσουν δια του κ. Καμμένου ότι το
δημοψήφισμα είναι άκυρο, ενώ την ίδια στιγμή ο κ. Τσίπρας έδωσε στον Ζάεφ το
μήνυμα ότι θα συνεχίσουν όπως υπολόγιζαν αρχικά. Πρόκειται για μοναδική
περίπτωση διγλωσσίας εντός του ίδιου κυβερνητικού συνασπισμού και μάλιστα για
ένα τόσο μεγάλο θέμα!
Ανάγκη για
στρατηγική ελληνική αφύπνιση
Από την παραπάνω σύντομη ανάλυση προκύπτει ότι το σκοπιανό δημοψήφισμα ανασήκωσε λίγο το
καπάκι των εθνικών ανταγωνισμών στα Βαλκάνια, επιτρέποντάς μας να δούμε μερικές
από τις εξελίξεις που συντελούνται στο υπόβαθρο. Σε αυτές τις συνθήκες η Ελλάδα
εμφανίζεται με σοβαρό έλλειμμα στρατηγικής και με τις δυνάμεις της να
ακολουθούν φθίνουσα πορεία. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με μια όλο και πιο επικίνδυνη
Τουρκία, δεν προοιωνίζονται καλές εξελίξεις. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα όμως
φαίνεται να μην αντιδρά, διότι θεωρεί ότι έχει την κάλυψη που του προσφέρουν οι
σχέσεις υποτέλειας. Πρόκειται για την κλασική επιλογή των αδυνάμων, οι οποίοι
αποφεύγουν να δουν κατάματα τα πραγματικά δεδομένα. Ποτέ βεβαίως αυτό δεν
δικαιώθηκε ιστορικά, και μάλλον και τώρα, αυτό τον εφησυχασμό θα τον πληρώσουν
οι επόμενες γενεές. Αυτές στην πραγματικότητα θυσιάζουμε για να παραμένουμε
σήμερα αδρανείς. Απαιτείται στρατηγική αφύπνιση προτού να είναι αργά…
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 4.10.2018 στην ιστοσελίδα slpress.gr εδώ και αναδημοσιεύτηκε στις ιστοσελίδες "Ανιχνεύσεις" εδώ, "Χρόνος της Κομοτηνής" εδώ