Πώς δημιουργείται και πώς σκάει μια χρηματοπιστωτική φούσκα…
Ζούμε μια εξαιρετική περίοδο, από αυτές που έρχονται μια φορά στη ζωή ενός κοινού ανθρώπου. Στο πλαίσιο της εξελισσόμενης παγκόσμιας κρίσης, πολλά λέγονται και γράφονται, και το κοινό μην διαθέτοντας τις ειδικές γνώσεις για να κατανοήσει τα γεγονότα, πέφτει στην παγίδα των εύκολων ερμηνειών. Με αφορμή και τα τελευταία γεγονότα στην Κύπρο θα επιχειρήσω μια ανάλυση της τραπεζικής κρίσης, στην οποία όμως δεν θα διατυπώσω έτοιμα συμπεράσματα, αλλά θα προσπαθήσω να βοηθήσω τον αναγνώστη να καταλάβει μόνος του τί συμβαίνει. Και τότε τα συμπεράσματα θα προκύψουν αβίαστα από μόνα τους...Ο «πλούτος» που δημιουργεί η πίστωση
Μιλώντας κάπως απλουστευτικά, η παγκόσμια κρίση την οποία ζούμε έχει ως βασική της αιτία τον υπερβολικό δανεισμό (κρατών, επιχειρήσεων και ιδιωτών). Ένα μεγάλο μέρος της ευμάρειας στον Δυτικό κόσμο βασίστηκε ακριβώς σε αυτό το φαινόμενο, δηλαδή στo εγγενές χαρακτηριστικό του τραπεζικού συστήματος να λειτουργεί ως πολλαπλασιαστής χρήματος. Τί σημαίνει όμως αυτό;
Ας υποθέσουμε ότι μια τράπεζα ξεκινά με μια κατάθεση 1000 ευρώ. Βάσει του πλαισίου λειτουργίας της, πρέπει να κρατήσει στην άκρη ένα ποσοστό, ας πούμε 10%, το οποίο κατά ένα μεγάλο μέρος καταθέτει στην Κεντρική Τράπεζα (ως απόθεμα ασφαλείας). Τα υπόλοιπα 900 ευρώ είναι ελεύθερη να τα δανείσει. Έστω λοιπόν ότι ένας πελάτης της δανείζεται τα 900 ευρώ (για να αγοράσει από μια τσάντα έως ένα σπίτι). Με κάποιο τρόπο τα χρήματα αυτά επιστρέφουν πάλι στο τραπεζικό σύστημα, αφού τα 900 ευρώ που θα ξοδέψει ο πελάτης, θα πιστωθούν στον λογαριασμό του πωλητή (που μπορεί να είναι ένα κατάστημα ή ένας κατασκευαστής σπιτιών). Υποθέτουμε ότι τα λεφτά γυρίζουν στην ίδια τράπεζα. Έτσι στο τέλος της ημέρας η τράπεζα έχει καταθέσεις πελατών 1900 ευρώ και δάνεια 900 ευρώ. Δηλαδή για μια μελλοντική απαίτηση (δάνειο) ενέγραψε μια υποχρέωση (κατάθεση). Από τα 900 ευρώ της νέας κατάθεσης η τράπεζα πρέπει να κρατήσει στην άκρη 90 € (το 10%) και μπορεί να δανείσει τα υπόλοιπα 820 ευρώ, κ.ο.κ. Αν αφήσουμε αυτή τη διαδικασία παραγωγής δανείων και καταθέσεων να φτάσει έως το θεωρητικό της τέλος, θα καταλήξουμε με καταθέσεις 10.000 ευρώ και δάνεια 9.000 ευρώ. Δηλαδή η αρχική κατάθεση θα έχει 10πλασιαστεί και θα έχει δημιουργηθεί μια πυραμίδα υποχρεώσεων και απαιτήσεων. Στο «ταμείο» της τράπεζας υπάρχουν άμεσα διαθέσιμα μόνο τα 1000 ευρώ, αλλά αυτό υπό κανονικές συνθήκες δεν αποτελεί πρόβλημα, αφού ποτέ όλοι οι πελάτες δεν πάνε να πάρουν τα χρήματά τους. Από την άλλη μεριά, χρήμα έχει «κυκλοφορήσει» στην αγορά, αγαθά έχουν αγοραστεί (υπό την υπόσχεση της μελλοντικής αποπληρωμής τους) και κάποιοι έχουν αυξήσει το ποσό που έχουν στον τραπεζικό τους λογαριασμό. Το δε κράτος έχει εισπράξει φόρους έμμεσους και άμεσους, ενώ το ΑΕΠ έχει αυξηθεί...
Περιγράψαμε με ένα απλό παράδειγμα τον κύκλο χρήματος και πώς το τραπεζικό σύστημα «παράγει» χρήμα. Η παραπάνω κατάσταση περικλείει προφανώς δύο κινδύνους:
1. Κίνδυνος ρευστότητας:
Κάποια μέρα είναι πιθανόν να γίνουν αναλήψεις πελατών οι οποίες θα υπερβαίνουν τα διαθέσιμα 1000 ευρώ. Στην περίπτωση αυτή υπάρχουν δύο επιλογές:
(α) Η τράπεζα να δανειστεί τα χρήματα που της λείπουν από κάποια άλλη τράπεζα, η οποία είναι πλεονασματική, μέσω της λεγόμενης διατραπεζικής αγοράς χρήματος.
(β) Η τράπεζα να δανειστεί χρήματα από την ίδια την Κεντρική Τράπεζα (η οποία αν η χώρα διατηρεί το εθνικό της νόμισμα μπορεί ακόμη και να τυπώσει όσα θέλει). Αυτή είναι άλλωστε και μια βασική αποστολή της Κεντρικής Τράπεζας, να είναι όπως λέμε ο Έσχατος Δανειστής (lender of last resort). (σ.σ. Η άλλη σημαντική λειτουργία της Κεντρικής Τράπεζας είναι να εποπτεύει και να ρυθμίζει τη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος).
2. Πιστωτικός κίνδυνος:
Με το παραπάνω παράδειγμα δείξαμε ότι η λειτουργία μιας τράπεζας δημιουργεί μια αλυσίδα υποχρεώσεων (καταθέσεις πελατών) και απαιτήσεων (δάνεια πελατών). Τί συμβαίνει όμως όταν κάποιοι κρίκοι σπάσουν; Δηλαδή όταν κάποια δάνεια δεν πληρώνονται; Προφανώς η τράπεζα δεν μπορεί να διαγράψει το ισόποσο από την πλευρά των καταθέσεων, διότι η εγγύηση που προσφέρει μια τράπεζα στα λεφτά των καταθετών είναι «ιερή»: αν οι καταθέτες πάψουν να εμπιστεύονται τα χρήματά τους στις τράπεζες, τότε δεν υπάρχει τραπεζική πίστη και ο κόσμος παύει να λειτουργεί όπως τον ξέρουμε. Πρέπει λοιπόν τις ζημιές να τις αναλάβει η τράπεζα, η οποία άλλωστε έδωσε τα δάνεια και βέβαια έχει και τα κέρδη. Αν τα δάνεια έχουν εξασφαλίσεις, π.χ. υποθήκη του ακινήτου που αγοράστηκε με το δάνειο, η τράπεζα μπορεί να ρευστοποιήσει τις εξασφαλίσεις (π.χ. να πλειστηριάσει το ακίνητο) και να καλύψει τη ζημιά. Για ακόμη χειρότερες καταστάσεις η τράπεζα έχει ένα μαξιλάρι, που είναι τα ίδια κεφάλαιά της. Για το (πολύ) απλό μας παράδειγμα, ας υποθέσουμε ότι τα ίδια κεφάλαια της τράπεζας είναι 1400 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι από τα 9.000 ευρώ που έχουν δοθεί σε δάνεια, η τράπεζα μπορεί μέχρι ενός ύψους να καλύψει τις πιθανές ζημιές που θα προκύψουν. Σε μια κανονική περίοδο αυτό δεν είναι πρόβλημα: Οι δουλειές πάνε καλά, οι άνθρωποι έχουν εισοδήματα και είναι σε θέση να πληρώνουν τα δάνεια τους. Εξάλλου οι τράπεζες έχουν σημαντικά κέρδη και μπορούν με ένα μέρος από αυτά να καλύπτουν τις τυχόν ζημιές. (Δηλαδή δεν χρειάζεται καν να αγγίξουν τα κεφάλαιά τους). Τί γίνεται όμως σε μια μη κανονική περίοδο;
Η μηχανή της Κρίσης
Ελπίζουμε ότι ο αναγνώστης έδειξε την απαραίτητη υπομονή και συνεχίζει να διαβάζει αυτό το άρθρο, διότι τώρα αρχίζουν τα σημαντικά. Βασικό στοιχείο της παραπάνω λειτουργίας που περιγράψαμε είναι η εγγενής «μόχλευση» στη λειτουργία των τραπεζών, δηλαδή το γεγονός ότι λειτουργούν με σχετικά λίγα ίδια κεφάλαια και κυρίως διαχειρίζονται (δανείζουν) τα λεφτά των καταθετών. Αυτό γενικά δεν είναι κακό. Αυτή είναι η βασική αποστολή του τραπεζικού συστήματος: να αξιοποιούνται παραγωγικά τα χρήματα που υπό άλλες συνθήκες θα «λιμνάζαν» σε σεντούκια. Η λειτουργία αυτή όπως είδαμε περικλείει σοβαρούς κινδύνους. Η άλλη όψη της όμως είναι ότι δημιουργεί για τις τράπεζες υψηλά κέρδη. Σκεφτείτε το παράδειγμά μας: Η τράπεζα αγοράζει χρήμα από τους καταθέτες, ας πούμε με επιτόκιο 1% και το δανείζει στους δανειολήπτες, ας πούμε με ένα καθαρό 5% (βγάζουμε κόστη λειτουργίας και τυχόν ζημιές). Επομένως: σε ξένα λεφτά «βγάζει» ένα καθαρό 4%. Στην περίπτωσή μας, αν κάνουμε τις πράξεις, αυτό σημαίνει κέρδη 350 ευρώ τον χρόνο, που στα 1400 ευρώ ίδια κεφάλαια, σημαίνει μια ετήσια απόδοση στα δικά της λεφτά ίση με 25%. Προσέξτε: όσο πιο μικρά είναι τα ίδια κεφάλαια, τόσο πιο μεγάλη η απόδοση, αλλά σε ένα κακό γύρισμα της αγοράς τα κεφάλαια δεν θα φτάσουν να καλύψουν τη ζημιά...Έχουμε λοιπόν μπροστά μας τη μηχανή που παράγει την κρίση: Στην «κανονική» περίοδο οι τράπεζες αναλαμβάνουν κινδύνους (των οποίων η σοβαρότητα δεν φαίνεται) και εξ αίτιας αυτών των κινδύνων παράγουν σημαντικά κέρδη. Στη βάση αυτού του σχήματος είναι η υψηλή «μόχλευση», δηλαδή η λειτουργία του τραπεζικού συστήματος με σχετικά λίγα ίδια κεφάλαια. Αυτό, όσο τα πράγματα πάνε καλά δεν φαίνεται να είναι πρόβλημα... Το πρόβλημα όμως χτίζεται σιγά-σιγά. Μέχρι να εκδηλωθεί, οι τράπεζες παράγουν υψηλά κέρδη, μοιράζουν μερίσματα και bonus (πράγμα που τις κάνει να συνεχίζουν ακόμη πιο εντατικά), το «χρήμα» κινείται στην αγορά, οι άνθρωποι έχουν δουλειές και καταναλώνουν, το κράτος εισπράττει φόρους κ.ο.κ.
Αν η κατάσταση που περιγράφουμε συνεχιστεί χωρίς κάποιος να πατήσει φρένο, σταδιακά δημιουργείται μια πιστωτική φούσκα η οποία αναπόφευκτα κάποτε θα «σκάσει»... Η ζημιές τότε είναι πολύ μεγάλες για να καλυφθούν από τα ίδια κεφάλαια των τραπεζών. Και το χειρότερο, τότε αρχίζει μια αλυσιδωτή διαδικασία: καθώς κάποιοι χρεοκοπούν στην αγορά, παρασύρουν μαζί τους και άλλους, αυτοί ακόμη περισσότερους κ.ο.κ. Σε τέτοιες συνθήκες οι τράπεζες χρεοκοπούν πολύ εύκολα, αφού η ασφάλεια που τους δίνουν τα (μικρά τους) κεφάλαια φτάνει για μια εποχική καταιγίδα, όχι όμως για την μπόρα του αιώνα...Τί σημαίνει όμως χρεοκοπία τραπεζών; Σημαίνει ότι τα κεφάλαια τους μηδενίζονται ή ακόμη γίνονται και αρνητικά. Δηλαδή αν οι ζημιές είναι πολύ μεγάλες μπορεί να «χτυπούν» και τις καταθέσεις. Η ασπίδα που θα τις προστάτευε έχει καταστραφεί και στην πράξη το τραπεζικό σύστημα έχει πάθει συγκοπή.
Στην περίπτωση αυτή το τραπεζικό σύστημα χρειάζεται αναπλήρωση των χαμένων κεφαλαίων (ανακεφαλαιοποίηση). Και την χρειάζεται για δύο λόγους: πρώτον για να αποκατασταθούν οι καταθέσεις που (ενδεχομένως) έχουν πληγεί και δεύτερον για να μπορεί πάλι να λειτουργεί. Και εδώ αρχίζει η (πολιτική) διαχείριση του τραπεζικού σκέλους της κρίσης και ο επιμερισμός των βαρών...».
Για το πώς γίνεται αυτό διαβάστε τη συνέχεια στο 2ο μέρος…
Δημοσιεύτηκε στη www.real.gr στις 4/4/2013