Πολλοί λίγοι Έλληνες γνωρίζουν ότι η Ελλάδα είναι σήμερα η μοναδική χώρα της Ευρώπης στην οποία ισχύει για τους μουσουλμάνους πολίτες της ο Ισλαμικός Ιερός Νόμος, η περίφημη Σαρία (1). Το εντυπωσιακό αυτό στοιχείο γίνεται ακόμη εντυπωσιακότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτό το νομικό πλαίσιο έχει ήδη εκσυγχρονιστεί εδώ και δεκαετίες στις περισσότερες μουσουλμανικές χώρες. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα κατάλοιπο της Οθωμανικής περιόδου, το οποίο λόγω της κατοχύρωσής του με διεθνείς συνθήκες υπάρχει έως τις μέρες μας (Συνθήκη των Αθηνών 1913).
Μια από τις ιδιαιτερότητες του Ισλαμικού δικαίου είναι ότι οι μουσουλμάνοι Μουφτήδες (ανώτεροι θρησκευτικοί λειτουργοί) εκτός από τις ιερατικές τους αρμοδιότητες έχουν και δικαστικές αρμοδιότητες (ιεροδίκες) σε θέματα κυρίως οικογενειακού δικαίου (γάμοι, διαζύγια, διατροφές, επιτροπείες, κηδεμονίες και χειραφεσίες ανηλίκων, ισλαμικές διαθήκες κ.λπ.). Ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, οι Μουφτήδες είναι με βάση την ελληνική νομοθεσία δημόσιοι κρατικοί λειτουργοί, οι οποίοι διορίζονται και μισθοδοτούνται από το ελληνικό κράτος. Αυτή η πρακτική του διορισμού των Μουφτήδων από το ελληνικό κράτος ακολουθήθηκε έως τη δεκαετία του 1980, χωρίς να υπάρξουν αντιρρήσεις από τη μειονότητα, αφού συνήθως οι Μουφτήδες διορίζονταν μετά από συνεννόηση ή καθ’ υπόδειξη μειονοτικών κύκλων. [σ.σ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο επί 41 χρόνια Μουφτής Ξάνθης, Μουσταφά Χιλμί (1949-1990), ο οποίος υπήρξε σφοδρός πολέμιος της ελληνικής διοίκησης, ήταν διορισμένος από το ελληνικό κράτος.]
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν χήρεψε η θέση του Μουφτή Κομοτηνής και αργότερα το 1990 όταν χήρεψε η θέση του Μουφτή Ξάνθης, η «ηγετική ομάδα» της μειονότητας έθεσε για πρώτη φορά την απαίτηση οι Μουφτήδες να μην διορίζονται από το ελληνικό κράτος, αλλά να εκλέγονται απ’ ευθείας από τη μειονότητα. Για τον λόγο αυτό, με πρωτοβουλία των μειονοτικών βουλευτών, προχώρησαν πραξικοπηματικά σε «εκλογή» Μουφτήδων από τη μειονότητα, παράλληλα με τους επίσημους Μουφτήδες που είχαν διοριστεί από το ελληνικό κράτος. (σ.σ. Η διαδικασία «εκλογής» συνίστατο σε «δια βοής» αποδοχή του μοναδικού υποψηφίου από τους άρρενες πιστούς που παρευρίσκονταν στην προσευχή της Παρασκευής.) Έκτοτε στη Θράκη επικρατεί η ιδιότυπη κατάσταση να συνυπάρχουν οι επίσημοι Μουφτήδες (οι διορισμένοι από το ελληνικό κράτος) και οι άτυποι (οι «εκλεγμένοι» από τη μειονότητα) οι οποίοι εμφανίζονται σε όλες τις δημόσιες εκδηλώσεις της μειονότητας με την ιδιότητα του Μουφτή.
Η ελληνική πολιτεία αντέδρασε στην αψήφηση των αποφάσεών της με δικαστική δίωξη των άτυπων Μουφτήδων» για αντιποίηση της άσκησης υπηρεσίας λειτουργού γνωστής θρησκείας (Αρ. 175-176 του Ποινικού Κώδικα). Οι άτυποι Μουφτήδες αφού καταδικάστηκαν πρωτόδικα και εξάντλησαν όλα τα ένδικα μέσα στα ελληνικά δικαστήρια για την αναίρεση των αρχικών αποφάσεων, προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο τους δικαίωσε ατομικά, χωρίς όμως να πάρει θέση στο ζήτημα του τρόπου ανάδειξης των Μουφτήδων (2) .
Σήμερα η Τουρκία προβάλλει διεθνώς το ζήτημα της εκλογής Μουφτήδων ως ένα παράδειγμα της δήθεν «καταπίεσης» της μουσουλμανικής μειονότητας της Θράκης από την ελληνική πολιτεία. Πρόκειται βέβαια για μια καθαρά υποκριτική πολιτική αφού:
1. Σε ολόκληρη τη μουσουλμανική ιστορία, σε κανένα μουσουλμανικό κράτος, ποτέ δεν έχει αναδειχτεί Μουφτής με λαϊκή εκλογή.
2. Στην ίδια την Τουρκία το ισλαμικό δίκαιο έχει αντικατασταθεί από το 1926 από τον ελβετικό αστικό κώδικα (κεμαλική μεταρρύθμιση) ενώ οι Μουφτήδες έχουν μόνο θρησκευτικές αρμοδιότητες (ο θεσμός του ιεροδίκη έχει καταργηθεί από το 1924).
Με την πολιτική αυτή η τουρκική πλευρά στοχεύει στο να εκθέσει διεθνώς την Ελλάδα, προβάλλοντας ένα δήθεν δημοκρατικό αίτημα, να αμφισβητήσει εμπράκτως την ελληνική κυριαρχία στη Θράκη και να εμφυσήσει στη μουσουλμανική μειονότητα πνεύμα απείθειας προς τους ελληνικούς νόμους, οδηγώντας την στην περιχαράκωση και στην απομόνωση.
Όσον αφορά την ελληνική πλευρά, είναι σαφές ότι ελλείψει μιας μακρόπνοης πολιτικής στη Θράκη, έχασε την ευκαιρία να αντιμετωπίσει το ζήτημα ριζικά, εκσυγχρονίζοντας τη σχετική νομοθεσία, και αντ’ αυτού εγκλωβίστηκε σε νομικούς χειρισμούς, οι οποίοι την οδήγησαν σε δύο νομικές ήττες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με τον τρόπο αυτό χάρισε στην απέναντι πλευρά μια τεράστια προπαγανδιστική νίκη και μια νομική παρακαταθήκη για μελλοντικές διεκδικήσεις.
(1) Ν. 147/1914 «Περί της εν ταις προσαρτωμέναις χώραις εφαρμοστέας νομοθεσίας και της δικαστικής αυτών οργανώσεως».
(2) Το ΕΔΑΔ δικαίωσε τους άτυπους Μουφτήδες με το αιτιολογικό ότι η καταδίκη τους από τα ελληνικά δικαστήρια συνιστούσε παραβίαση του Άρθου 9 (περί θρησκευτικών ελευθεριών) της Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Σημειώνεται πάντως, ότι οι άτυποι Μουφτήδες δεν είχαν καταδικαστεί από τα ελληνικά δικαστήρια για τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, αλλά για την αντιποίηση της ιδιότητας του Μουφτή. Βλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Υπόθεση Σερίφ κατά Ελλάδας (Αρ. 38178/97), Στρασβούργο 14.12.1999, και Υπόθεση Αγκά κατά Ελλάδας (Αρ. 33331/02), Στρασβούργο 13.07.2006.
Δημοσιεύτηκε στις 12/12/2012 στη Real.gr