Την τελευταία 4ετία η Ευρώπη ζει
στη σκιά μιας σοβαρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης: Έχοντας περάσει από τη
φάση της ευφορίας που δημιούργησε το κοινό νόμισμα, έχει μπει στη φάση που ο ευρωπαϊκός
Βορράς επιβάλλει στις χώρες του Νότου ένα επώδυνο πρόγραμμα λιτότητας. Πολλοί
πιστεύουν ότι οι χώρες του Νότου θα μπορούσαν να βγουν από αυτή την κατεδαφιστική
λιτότητα, αν αντιδρούσαν συντονισμένα στις πολιτικές του Βορρά. Αυτό φαίνεται
λογικό. Ωστόσο, αν ήταν εφικτό, θα είχε ήδη συμβεί. Τί είναι λοιπόν αυτό που
εμποδίζει τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να συμπήξουν μια πολιτική συμμαχία και
μέσω αυτής να πιέσουν τις χώρες του Βορρά για μια συμβιβαστική λύση;
Η ουτοπία του νοτιοευρωπαϊκού μετώπου
Οι λόγοι που αποτρέπουν τη
δημιουργία ενός νοτιοευρωπαϊκού μετώπου είναι πολλοί. Και είναι διαρθρωμένοι «οριζόντιως»
και «καθέτως»:
Στην οριζόντια διάσταση οι χώρες του Νότου έχουν μεταξύ τους σημαντικές οικονομικές
διαφορές. Άρα, έχουν διαφορετικές δυνατότητες και επιδιώξεις. Αυτό όμως που τις
διαφοροποιεί ακόμη περισσότερο, είναι ότι κάθε μια αντιπροσωπεύει ένα
διαφορετικό επίπεδο κινδύνου για τις χώρες του Βορρά. Π.χ. οι γερμανικές
επενδύσεις στην Ισπανία είναι πολύ σημαντικότερες από οποιαδήποτε άλλη χώρα του
Νότου και σίγουρα οι γερμανικές ελίτ δεν θα είχαν λόγους να δουν αυτές τις
επενδύσεις να απαξιώνονται. Από την άλλη μεριά οι ισπανικές τράπεζες θα
δημιουργούσαν τεράστια προβλήματα αν κατέρρεαν, γιατί ο εξωτερικός δανεισμός
τους είναι επίσης σημαντικός. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που η Ισπανία έχει
σαφώς διαφορετική μεταχείριση και οι τράπεζες της κεφαλαιοποιήθηκαν απ’ ευθείας
από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης, χωρίς να επιβαρύνουν τον κρατικό
δανεισμό. Παρόμοια ειδική μεταχείριση είχε και η Ιταλία που είναι πολύ μεγάλη
για να πιεστεί υπερβολικά και έχει βέβαια αρκετά ισχυρή οικονομία για να έχει πάντα
λόγο στα ευρωπαϊκά πράγματα. Για κάθεμια χώρα του ευρωπαϊκού Νότου λοιπόν το
«ευρωιερατείο» επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση και αυτό ωθεί τους επί μέρους παίκτες να επιλέγουν
μοναχικές και όχι συλλογικές στρατηγικές.
Στην κάθετη διάσταση θα πρέπει κανείς να αναλογισθεί πώς το ευρώ μετέβαλε
την κατανομή πλούτου στο εσωτερικό των κρατών του Νότου. Το ενιαίο νόμισμα
δίνοντας την δυνατότητα στις τράπεζες να παράγουν μέσω της πιστωτικής επέκτασης
αγοραστική δύναμη με πανευρωπαϊκό
αντίκρυσμα, δεν βοήθησε μόνο τις εξαγωγικές χώρες του Βορρά να πλουτίσουν
αλλά και τις οικονομικές ελίτ του Νότου. Παράλληλα, ανάλογα με τον βαθμό
διαφθοράς κάθε χώρας, σημαντικά ήταν σε πολλές περιπτώσεις και τα οικονομικά
οφέλη ορισμένων πολιτικών των χωρών αυτών.
Το θεμελιώδες λοιπόν
πλεονέκτημα της γερμανικής στρατηγικής στην Ευρώπη είναι ότι οι οικονομικές και οι πολιτικές ελίτ των
χωρών του Νότου έχουν ευνοηθεί από την ατελή λειτουργία του ευρώ. Με απλά
λόγια το ευρώ τους βοήθησε να αυξήσουν τον πλούτο τους και αυτό τον πλούτο τώρα
έχουν κάθε λόγο να θέλουν να τον διατηρήσουν. Στο πλαίσιο αυτό δεν αντιδρούν
στα προγράμματα λιτότητας τα οποία μετακυλίουν το κόστος της κρίσης στα μεσαία
και κατώτερα οικονομικά στρώματα, ακόμη και αν τα προγράμματα αυτά οδηγούν σε μερική ή ακόμη και σε ολική
κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας.
Με μια περίεργη λοιπόν
αντιστροφή, οι άρχουσες ελίτ γίνονται πολύ πιο διεθνιστικές από τους
προλετάριους του περασμένου αιώνα. Όχι όμως για να αμυνθούν έναντι ενός ισχυρού
ταξικού «εχθρού», αλλά για να διατηρήσουν τα κέρδη τους και να απαλλαγούν από
τους αναδιανεμητικούς μηχανισμούς που δημιούργησε το εθνικό κράτος υπό το φόβο
του κομμουνισμού. Από την άποψη αυτή το ευρώ λειτουργεί όντως ως καταλύτης της
ευρωπαϊκής ενοποίησης. Όχι όμως αυτής που αρχικά είχε εξαγγελθεί, αλλά αυτής
που επιβάλλουν τα νέα οικονομικά δεδομένα. Μιας ενοποίησης που αυξάνει τις
εισοδηματικές αποστάσεις εντός των χωρών της περιφέρειας και καταλύει την εθνική
τους κυριαρχία.
Όσοι λοιπόν βασίζουν μια
στρατηγική ανατροπής του μνημονίου στη δυνατότητα να δημιουργηθεί μια πολιτική
συμμαχία του Νότου κάνουν μια αυθαίρετη υπόθεση. Καμία από τις ελίτ του Νότου
δεν θα την υποστηρίξει γιατί δεν έχει συμφέρον να το κάνει. Η λιτότητα από μόνη
της θα τελειώσει μόνο όταν ο Βορράς αισθανθεί ότι η ευημερία του απειλείται
σοβαρά από τη μειωμένη ζήτηση που παράγει η γενικευμένη ύφεση. Έως τότε, ελπίζει ότι θα αποκτήσει κρίσιμα περιουσιακά
στοιχεία του Νότου, ώστε όταν καταφύγει στην ποσοτική χαλάρωση (τύπωμα
χρήματος), αυτή να οφελήσει πρώτα από όλα τη δική του οικονομία.
Αν η Ελλάδα δεν σωθεί μόνη της, δεν θα την σώσει
κανείς
Τα παραπάνω μόνο εν μέρει
περιγράφουν το πρόβλημα της Ελλάδας, η οποία έχει ως οικονομία και ως κοινωνία τις
δικές της αγκυλώσεις και στρεβλώσεις. Θέτουν όμως με επιτακτικό τρόπο την
ανάγκη η χώρα να πάψει να ελπίζει σε «σχέδια που εξαρτώνται από άλλους» και (α)
να υπερβεί λειτουργικά το μνημόνιο με μια σειρά τολμηρών μεταρρυθμίσεων, (β) να
διεκδικήσει την οικονομική της ανάπτυξη μέσα από ένα δικό της αναπτυξιακό
σχέδιο. Όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό, μέσα από τις συνθήκες μειωμένης
ρευστότητας που επιβάλλει η τρόικα, είναι το απολύτως επείγον. Και αυτό ισχύει
είτε εντός είτε εκτός μνημονίου. Υπάρχει όμως εδώ μια μικρή λεπτομέρεια... Για
έναν τέτοιο Ηράκλειο άθλο απαιτείται ένα ριζικά ανανεωμένο πολιτικό προσωπικό,
και αυτό ούτε λίγο ούτε πολύ σημαίνει ότι ο ελληνικός λαός οφείλει να υπερβεί
τον εαυτό του...
Αναστάσιος Λαυρέντζος