Καθώς παράλληλα με την
οικονομική χρεοκοπία της Ελλάδας, προχωρά και η δημογραφική της χρεοκοπία, η
οποία επιτείνεται από την οικονομική κρίση (με περαιτέρω μείωση γεννήσεων και με
μια νέα μεταναστευτική έξοδο Ελλήνων), παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο
«Σιωπηρή Άλωση», το οποίο κάνει μια σαρωτική ανακεφαλαίωση του 20ου
αιώνα για την πορεία του ελληνικού κράτους και το οποίο νομίζουμε αξίζει να
διαβαστεί... Άραγε η επερχόμενη δημογραφική κατάρρευση του ελληνικού πληθυσμού
σε συνδυασμό με τις μαζικές εισροές μεταναστών από χώρες της Ασίας και της
Αφρικής οδηγούν τη νεοελληνική κοινωνία προς το τέλος της; Διαβάστε το
απόσπασμα:
«Η Ελλάδα είχε την ατυχία να πραγματοποιήσει τη δημογραφική της μετάβαση σε μια
ιδιαίτερα ταραγμένη περίοδο, κατά την οποία συνέβησαν επτά πολεμικές συρράξεις[1], ένα
παγκόσμιο οικονομικό κραχ και δύο μεταναστευτικές έξοδοι. Όλα αυτά τα γεγονότα
όπως ήταν φυσικό δεν επέτρεψαν στη χώρα να επωφεληθεί πλήρως της βασικής
διαδικασίας πληθυσμιακής μεγέθυνσης, με αποτέλεσμα ο ελληνικός πληθυσμός να
φτάσει στη δημογραφική του ωρίμανση με ένα μέγεθος αρκετά μικρότερο από αυτό
που θα μπορούσε να έχει. Δεν είναι όμως μόνο τα παραπάνω γεγονότα τα οποία
διαμόρφωσαν αυτό το αποτέλεσμα.
Σημαντικές ευθύνες για αυτό φέρει και ο
ελληνικός πολιτικός κόσμος, ο οποίος συχνά δεν μπόρεσε να αρθεί στο ύψος των
περιστάσεων, επιμένοντας να διαχειρίζεται τα δημόσια πράγματα με τη λογική που
επέβαλλαν οι μικροκομματικές επιδιώξεις και οι προσωπικές φιλοδοξίες. Λέγοντας
αυτό δεν ισχυριζόμαστε βεβαίως ότι ήταν στην ευχέρεια των ελληνικών ηγεσιών να
αποφύγουν την εμπλοκή της χώρας σε όλες αυτές τις εξελίξεις. Ορισμένες από
αυτές άλλωστε έδωσαν στο κράτος την ευκαιρία να επεκταθεί, ώστε να φτάσει στα
σημερινά του όρια. Θέλουμε όμως να υπογραμμίσουμε τις μόνιμες συνέπειες που
είχαν διάφορες πολιτικές επιλογές, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις έγιναν χωρίς
να λαμβάνεται υπ’ όψιν ο μακροχρόνιος τους αντίκτυπος. Χαρακτηριστικό και
μείζον παράδειγμα αποτελεί η ανάληψη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η οποία
όντας ένα εγχείρημα χωρίς σαφή στρατηγικό στόχο, ήταν καταδικασμένη να
αποτύχει. Ακόμη όμως και όταν αυτό έγινε αντιληπτό, οι πολιτικές (και οι
στρατιωτικές) ηγεσίες της χώρας, εγκλωβισμένες στο όραμα της Μεγάλης Ελλάδας
και στις συμπληγάδες του εθνικού διχασμού δεν έδειξαν τον απαιτούμενο ρεαλισμό,
ώστε να προχωρήσουν σε μια έγκαιρη απαγκίστρωση. Το αποτέλεσμα ήταν μια
τεραστίων διαστάσεων εθνική καταστροφή, η οποία οδήγησε όχι μόνο σε έναν εθνικό
ακρωτηριασμό, αλλά και στη δημιουργία μιας σειράς προβλημάτων (με την έλευση
άνω του ενός εκατομμυρίων προσφύγων) τα οποία θα ταλάνιζαν τη χώρα επί
δεκαετίες.
Στα χρόνια αμέσως μετά το 1922, το πολιτικό σύστημα παραμένοντας
εγκλωβισμένο στα παλαιά στερεότυπα και χρησιμοποιώντας το πολιτειακό ως μέσο
περιχαράκωσης των οπαδών του, θα αδυνατούσε να προβάλει ένα νέο εθνικό όραμα,
ενώ μετά το κραχ του 1929 και την απρόσμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από
την κρίση (ήδη από το 1932), θα αποδεικνυόταν ανεπαρκές στο να αντιμετωπίσει
τις προκλήσεις που προέκυψαν σε δύο μέτωπα: Πρώτον,
στην ανάγκη διεθνοποίησης μιας εγχώριας βιομηχανίας η οποία αναπτύχθηκε
βασιζόμενη στον εμπορικό προστατευτισμό (δασμοί) και στο φτηνό εργατικό
δυναμικό (πρόσφυγες)[2], και δεύτερον, στην εφαρμογή μιας
αναδιανεμητικής πολιτικής, η οποία θα άμβλυνε τις κατάφωρες ανισότητες που είχε
δημιουργήσει η ταχεία οικονομική ανάπτυξη. Το αποτέλεσμα ήταν ο
κοινοβουλευτικός κόσμος να παραδώσει τα κλειδιά στον αυταρχισμό του Μεταξά...
Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν το τέλος του Β΄ΠΠ θα ερχόταν η σειρά της
αριστεράς να οδηγήσει την Ελλάδα σε μια νέα καταστροφική περιπέτεια, καθώς με
τον εμφύλιο πόλεμο τον οποίο προκάλεσε, η χώρα όχι μόνο συνέχισε να αιμορραγεί
για τέσσερα ακόμη χρόνια, αλλά επί πλέον καθυστέρησε να εισέλθει σε μια τροχιά
ανοικοδόμησης, γεγονός το οποίο θα επέτεινε τη μεταναστευτική έξοδο των Ελλήνων
στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Στην επόμενη δύσκολη τριακονταετία η Ελλάδα
θα έβρισκε τον δρόμο προς την ανάπτυξη, χάρη στην προσπάθεια που καταβλήθηκε
για την παραγωγική της ανασυγκρότηση και κυρίως χάρη στα πλεονεκτήματα που της
έδινε η θέση της στον ψυχροπολεμικό κόσμο (Σχέδιο Marshall, Δόγμα Τρούμαν). Αν και η ανάπτυξη αυτή δεν είχε
ούτε το απαιτούμενο βάθος ούτε την απαιτούμενη ποιότητα, έδωσε στη χώρα ένα
σημαντικό οικονομικό προβάδισμα έναντι των Βαλκάνιων γειτόνων της και το 1980
της έδωσε τη δυνατότητα να ενταχθεί στην τότε ΕΟΚ (αυτό βεβαίως έγινε κυρίως με
πολιτικά κριτήρια, καθώς ακόμη ήταν μια εποχή που η Ελλάδα μπορούσε να
αξιοποιεί το πολιτικό κεφάλαιο που της έδινε η αντιπαράθεση Ανατολής-Δύσης).
Αυτή ίσως ήταν η δεύτερη καλύτερη στιγμή της μέσα σε έναν αιώνα (μετά την
ιστορική εξόρμηση των βαλκανικών πολέμων), καθώς η Ελλάδα έδινε πλέον την
εντύπωση ότι είχε ξεπεράσει τη βαλκανική μιζέρια και μπορούσε έστω και στη
«δεύτερη ταχύτητα» να αποτέλεσει τμήμα του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου. Εκείνη
όμως ακριβώς τη στιγμή που απαιτείτο η
μέγιστη πολιτική ωριμότητα ώστε η συμμετοχή στις ευρωπαϊκές δομές να μετατραπεί
σε ένα στρατηγικό πλεονέκτημα, το πολιτικό σύστημα αποδείχτηκε πολύ
κατώτερο των περιστάσεων: μετέτρεψε σε εθνικό όραμα τις επιδοτήσεις και τις
πάσης φύσεως ευρωπαϊκές χορηγήσεις, οι οποίες (σε συνδυασμό με την εύκολη πρόσβαση
στις διεθνείς χρηματαγορές) του διέθεσαν πόρους για να σιτίσει την εκλογική του
πελατεία, συνέβαλαν στην αποσάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, αλλά πάνω
από όλα προσέφεραν εύκολες ευκαιρίες πλουτισμού σε όσους κατείχαν προνομιακή
θέση στο πλέγμα της οικονομοπολιτικής διαπλοκής.
Έτσι οι εγχώριες πολιτικές και
οικονομικές «ελίτ» μετέτρεψαν μια ιστορική ευκαιρία σε μια ευκαιρία εύκολου
πλουτισμού, την οποία φρόντισαν να διαχύσουν σε ευρύτερα στρώματα της
κοινωνίας. Το ανομολόγητο αντίτιμο ήταν βέβαια η σταδιακή υποθήκευση της χώρας,
η οποία θα οδηγούσε αργότερα στην τελική της εκποίηση. Σε όλη αυτή την περίοδο,
ελάχιστες φωνές αντιστάθηκαν, καθώς το πολιτικό σύστημα με την άνεση που του
έδιναν οι εύκολες χρηματικές εισροές και η ανάπτυξη που παρήγε η πιστωτική
επέκταση, αφοσιώθηκε ολόψυχα στην εξυπηρέτηση των πάσης φύσεως πελατειακών
σχέσεων, παραβλέποντας ή και αγνοώντας τί θα εξυπηρετούσε το μακροπρόθεσμο
συλλογικό συμφέρον. Δείγμα μάλιστα της γενικότερης ηθικής παρακμής, είναι ότι
τελικά αυτές οι πρακτικές κατάφεραν προς τα τέλη του 20ου αιώνα να
απελευθερωθούν από την όποια μομφή θα μπορούσε να τις συνοδεύει και να γίνουν η
ουσία του «πολιτεύεσθαι».
Στο πλαίσιο αυτού του υποδείγματος, μεγάλα τμήματα
του ελληνικού λαού βρήκαν έναν εύκολο δρόμο προς την ευημερία, αφού πολύ
σύντομα έμαθαν ότι με «αγωνιστικές κινητοποιήσεις» μπορούσαν άνετα να εκβιάζουν
ένα εκβιάσιμο κράτος για να αποσπούν παροχές, τις οποίες το πολιτικό σύστημα θα
τους τις παραχωρούσε (με δανεικά) για να παραμείνει στην εξουσία. Το πού θα
οδηγούσαν όλα αυτά, ήταν βέβαια εύκολο να προβλεφθεί. Αυτό όμως που μάλλον
εκπλήσσει εκ των υστέρων, είναι το πώς το πολιτικό σύστημα διαχειρίστηκε τα
πράγματα όταν ήλθε η ώρα του λογαριασμού: όχι μόνο δεν έκανε αυτά που έπρεπε
για να αποτρέψει την επερχόμενη οικονομική κρίση, αλλά και όταν αυτή
εκδηλώθηκε, δεν προώθησε άμεσα τις αναγκαίες τομές, διότι θεώρησε ότι έτσι θα
μπορούσε να περισώσει τμήματα των πελατειακών του σχέσεων και να
ελαχιστοποιήσει την πολιτική του φθορά. Έσφαλλε βεβαίως διπλά, γιατί και τις
συνέπειες της κρίσης μεγιστοποίησε και το πολιτικό κόστος δεν απέφυγε. Όλα αυτά
όμως έχουν μόνιμες συνέπειες στο σώμα του έθνους, το οποίο πλέον υποχρεώνεται
σε μια τρίτη μεταναστευτική έξοδο, ενώ την ίδια στιγμή η οικονομική δυσπραγία
συμπιέζει περαιτέρω τους ήδη χαμηλούς ρυθμούς γεννήσεων...»
Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του
Αναστάσιου Λαυρέντζου «Σιωπηρή Άλωση – Το Δημογραφικό και το Μεταναστευτικό
πρόβλημα της Ελλάδας», Εκδόσεις Πραγματεία 2016, σελ. 60-65.
[1]
Πόλεμος του 1897, Α΄και Β΄ Βαλκανικός πόλεμος, Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος,
Μικρασιατική εκστρατεία, Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και Εμφύλιος Πολεμος.
[2]
«Πίστευαν όπως το όρισε ο οικονομολόγος Δημήτριος Στεφανίδης, ότι “το
οικονομικόν μέλλον του ελληνισμού έγκειται όχι τόσον εις την παραγωγήν των
αγαθών αλλά εις το εμπόριον και εις την μετανάστευσιν εις το εξωτερικόν”. Ακριβώς
την ίδια άποψη ενστερνιζόταν επίσης η κυβέρνηση Τσαλδάρη και κατ’ εξοχήν ο
υπουργός Εθνικής Οικονομίας Γιώργιος Πεσματζόγλου, πράγμα το οποίο εξηγεί την
έλλειψη κάθε ενθουσιασμού εκ μέρους του για τη βιομηχανία. Ο Πεσματζόγλου
ένιωθε πως η εκβιομηχάνιση δεν ήταν παρά μόνο μια προσωρινή μέθοδος επίλυσης
των αναγκών, ώστε να λυθούν τα δημογραφικά προβλήματα της Ελλάδας μέχρις ότου
ανοίξουν εκ νέου οι πύλες της μετανάστευσης»,
Mark Mazower,
Η Ελλάδα και η Κρίση του Μεσοπολέμου,
ΜΙΕΤ, Αθήνα 2002, σελ. 363.