Δευτέρα 25 Απριλίου 2016

Ο πρόλογος του βιβλίου "Η Θράκη στο μεταίχμιο"

Το 1821 ο ελληνισμός ξεκίνησε μια μεγάλη ιστορική εξόρμηση. Στόχος της ήταν η κατάκτηση της πολιτικής του αυτοδιάθεσης με όχημα το εθνικό κράτος, κατά το πρότυπο που όριζαν τα χειραφετητικά οράματα της Γαλλικής Επανάστασης. Η ιδιαιτερότητα που χαρακτήριζε αυτή την επιδίωξη, η οποία σύντομα μορφοποιήθηκε στο όραμα της «Μεγάλης Ιδέας», ήταν ότι εξ αρχής το έθνος επεκτεινόταν σε πολύ ευρύτερους γεωγραφικούς χώρους από το κράτος. Έτσι το τελευταίο θα έπρεπε να επεκταθεί σημαντικά, προκειμένου να περιλάβει στην επικράτειά του όσο το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα του εθνικού κορμού. Αυτό αρχικά επιτεύχθηκε μάλλον εύκολα με την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων (1864) και αργότερα με την προσάρτηση της Άρτας και της Θεσσαλίας (1881). Στη συνέχεια όμως απαιτήθηκε η εποποιία των Βαλκανικών Πολέμων (1912-13) για να ενσωματωθούν στην ελλαδική επικράτεια η Ήπειρος, η Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου.
Παράλληλα όμως με αυτή την επέκταση του κράτους, το έθνος ξεκινούσε μια αντίστροφη πορεία συρρίκνωσης, η οποία άρχισε με τους διωγμούς του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας (Βόρειας Θράκης), της Ρουμανίας και της Ρωσίας και κορυφώθηκε με τον εξανδραποδισμό των ελληνικών πληθυσμών της Μ. Ασίας και της Ανατολικής Θράκης (1923). Με τη Μικρασιατική Καταστροφή τερματίσθηκαν οριστικά και τα μεγαλοϊδεατικά οράματα, τα οποία ώθησαν την Ελλάδα πέρα από τα όρια των δυνατοτήτων της. Έκτοτε το κράτος θα σταματούσε πρακτικά την επέκτασή του, με μόνη εξαίρεση την προσάρτηση του Δωδεκανήσου (1947), αλλά η πορεία της εθνικής συρρίκνωσης θα συνεχιζόταν μέσα από μια αρκετά πυκνή αλυσίδα εθνικών καταστροφών: εξανδραποδισμός του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης (1955-1974) και της Αλεξάνδρειας, τουρκική εισβολή και κατοχή της μισής Κύπρου (1974), έξοδος του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου στη δεκαετία του 1990. Τα δραματικά αυτά γεγονότα εξάλειψαν ουσιαστικά το έθνος εκτός των ελλαδικών συνόρων, οδηγώντας έθνος και κράτος στην τελική γεωγραφική τους σύμπτωση. Ακόμη κι έτσι όμως η ισορροπία δεν επήλθε αμέσως. Τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ώθησαν στη δεκαετία του 1960 και έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970 ένα επίλεκτο και δυσαναπλήρωτο τμήμα του πληθυσμού της στην εξωτερική μετανάστευση, γεγονός το οποίο υποβάθμισε για δεύτερη φορά μέσα σε ένα αιώνα τις δημογραφικές της προοπτικές[1]. Στην πράξη επρόκειτο για έναν ακόμη εθνικό ακρωτηριασμό, αφού οι νέες ελληνικές παροικίες που δημιουργήθηκαν στις ΗΠΑ ή στην Αυστραλία, ήταν πολύ μακριά για να αλληλεπιδράσουν δυναμικά με το εθνικό κέντρο και σε μεγάλο βαθμό είχαν ανάγκη τη βοήθειά του για να διατηρήσουν τους δεσμούς τους με αυτό. Από την άποψη αυτή δεν μπορούσαν να αναπληρώσουν την απώλεια των μεγάλων ελληνικών παροικιών της Ανατολής και του Εύξεινου Πόντου.

Μετά την εξάλειψη των εθνικών εφεδρειών που βρίσκονταν εκτός της ελλαδικής περιμέτρου, ξεκίνησε μια νέα φάση στην οποία άρχισε πλέον να απειλείται ο ελληνισμός εντός των ελληνικών συνόρων. Αρχικά η άμεση απειλή τέθηκε από τις διεκδικήσεις που προέβαλε η τουρκική πλευρά μετά το 1974 και οι οποίες αφορούσαν το σύνολο της ελληνικής επικράτειας ανατολικά του 25ου μεσημβρινού (διχοτόμηση του Αιγαίου). Με την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ (1981), φάνηκε προσωρινά ότι η Ελλάδα έκανε ένα στρατηγικό ελιγμό ο οποίος θα της προσέφερε τα διπλωματικά και πολιτικά ερείσματα που θα αντιστάθμιζαν την τουρκική απειλή. Στην πράξη ωστόσο, αυτή η φαινομενικά στρατηγική κίνηση αποδείχτηκε ότι δεν ήταν παρά μια υποκατάσταση της έλλειψης εθνικών επιδιώξεων με το ασαφές όραμα του «εξευρωπαϊσμού», ο οποίος στα μάτια πολλών θα αναβάθμιζε αυτομάτως τη χώρα, χωρίς η ίδια να χρειαστεί να προσπαθήσει ιδιαίτερα για αυτό. Κατά βάθος εξέφραζε τη μύχια επιθυμία «άλλοι να μας ταΐζουν και άλλοι να φυλάνε τα σύνορα μας»[2], με αντάλλαγμα τη βαθμιαία εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα με τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίστηκαν οι ελληνικές «ελίτ» την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας: Μετέτρεψαν σε εθνικό όραμα τις επιδοτήσεις και τις πάσης φύσεως ευρωπαϊκές χορηγήσεις, οι οποίες τους διέθεσαν πόρους για να σιτίσουν την εκλογική τους πελατεία, συνέβαλαν στην αποσάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, αλλά πάνω από όλα προσέφεραν ευκαιρίες εύκολου πλουτισμού σε όσους κατείχαν προνομιακή θέση στο πλέγμα της οικονομικοπολιτικής διαπλοκής. Το αποτέλεσμα αυτών των πρακτικών σήμερα είναι πλέον γνωστό: η Ελλάδα μέσω της αλόγιστης υπερχρέωσής της μετατράπηκε σε ένα ιδιότυπο προτεκτοράτο των «ευρωπαίων εταίρων» της, αποτελώντας ίσως την πιο «προωθημένη» περίπτωση αποτυχόντος κράτους (failed state), το οποίο στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον αναγκάζεται να εκχωρήσει μέρος των αρμοδιοτήτων του σε υπερεθνικούς θεσμούς. Κλείνει έτσι ένας κύκλος που άνοιξε το 1821 και ανοίγει ένας νέος, ο οποίος επαναφέρει στη νέα του μορφή το τραγικό δίλημμα του 1453: Αφομοίωση της οικονομικά απισχνασμένης Ελλάδας από τη Δύση ή μετατροπή της σε γεωπολιτικό δορυφόρο της νεοθωμανικής Τουρκίας...
Ενώ όμως συμβαίνουν όλα αυτά, η Ελλάδα αντιμετωπίζει δύο ακόμη θανάσιμους κινδύνους που από μόνοι τους θα ήταν αρκετοί για να θέσουν την ύπαρξή της σε κίνδυνο: από τη μια μεριά έχει εισέλθει σε ένα αρνητικό δημογραφικό σπιράλ, το οποίο εντείνεται από τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης (υπογεννητικότητα, εξωτερική μετανάστευση), και από την άλλη κατακλύζεται από εκατοντάδες χιλιάδες αφροασιάτες μετανάστες οι οποίοι καταφθάνουν στη χώρα με κύριο προορισμό την κεντροδυτική Ευρώπη, αλλά τελικά εγκλωβίζονται σε αυτή, εξαντλώντας την οικονομική και κοινωνική της χωρητικότητα.
Τα παραπάνω συνθέτουν την εικόνα ενός συρρικνούμενου έθνους, του οποίου όλοι οι συντελεστές ισχύος ακολουθούν φθίνουσα πορεία. Με αυτά τα δεδομένα δεν θα ήταν λοιπόν ούτε υπερβολή ούτε κινδυνολογία να πούμε ότι η εθνική συρρίκνωση είναι ακόμη σε εξέλιξη. Για την ανάσχεσή της, ειδικά υπό τις εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες που διαμορφώνονται πλέον, απαιτείται η πλήρης κινητοποίηση του ελληνικού λαού, ο οποίος οφείλει άμεσα να διαμορφώσει ένα νέο συλλογικό όραμα και να αναδείξει τις ηγεσίες που θα το υλοποιήσουν. Πριν όμως από αυτό, θα πρέπει να κατανοηθούν τα επί μέρους προβλήματα και ειδικά εκείνα των πιο ευαίσθητων περιοχών, ώστε να συνταχθεί ένα αποτελεσματικό σχέδιο δράσης. Στον κατάλογο αυτών των περιοχών πρωτεύουσα θέση κατέχει η Θράκη, η οποία όχι μόνο λόγω της παρουσίας της μουσουλμανικής μειονότητας, αλλά και λόγω της χρόνιας παραμέλησής της από το ελληνικό κράτος, αντιμετωπίζει σωρεία προβλημάτων. Σήμερα, η ανάγκη το ελληνικό κράτος και ο ελληνισμός γενικότερα να ασχοληθεί με τα ζητήματα της Θράκης γίνεται απολύτως επιτακτική, καθώς η δυσμενής οικονομική συγκυρία, αλλά και οι κοινωνικοπολιτικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στην περιοχή, οδηγούν τη Θράκη σε ένα μεταίχμιο. Αυτό θέλει να καταδείξει αυτό το βιβλίο και στη βάση αυτή να προτείνει ένα περίγραμμα πολιτικής για την περιοχή.



[1] Η πρώτη μαζική μεταναστευτική έξοδος έγινε πέριξ των αρχών του 20ου αιώνα, όταν περίπου το 20% του πληθυσμού του τότε ελληνικού κράτους μετανάστευσε κυρίως στις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα εκτιμάται ότι την περίοδο 1888-1919 σημειώθηκαν περίπου 375 χιλιάδες έξοδοι Ελλήνων, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από την Πελοπόννησο, τις Κυκλάδες και συγκεκριμένα νησιά του Ιονίου (Ζάκυνθος) και του Αιγαίου (Κάλυμνος, Κάρπαθος, Χάλκη, Σύμη, Κύθηρα). Βλ. Β. Κοτζαμάνης, Η Δημογραφική Πρόκληση, γεγονότα και διακυβεύματα, Παν/μιακες Εκδόσεις Θεσσαλίας, σελ. 108.
[2] Η φράση ανήκει στον Π. Κονδύλη. Βλ. Θεωρία του Πολέμου, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 389.