Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Ο πρόλογος του βιβλίου "Σιωπηρή Άλωση"

Αν κάποιος βγει για λίγο από την καθημερινότητά του και προσπαθήσει να ατενίσει τη ροή των ιστορικών εξελίξεων, είναι αδύνατον να μην συνειδητοποιήσει ότι η περίοδος την οποία διανύουμε είναι κομβική για τον ελληνισμό: Στην τρέχουσα ιστορική φάση το ελληνικό έθνος-κράτος υφίσταται ρηγματώσεις σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξής του ως συνέπεια μιας βαθιάς εσωτερικής παρακμής και των πιέσεων που του ασκεί η παγκοσμιοποίηση. Πρόκειται για μια αποσύνθεση δομικού χαρακτήρα, η οποία δεν αφορά μόνο το κυριαρχικό κέλυφος, αλλά πλέον και την ίδια την υπόσταση του συλλογικού υποκειμένου που περιέχεται εντός του...
Η μια όψη της ελληνικής εθνοδιάλυσης είναι η απώλεια της (όποιας) οικονομικής αυτοδυναμίας και της άρρηκτα συνδεδέμενης με αυτήν πολιτικής κυριαρχίας, αφού πλέον – ας μη κρυβόμαστε η χώρα έχει καταστεί μια «αποικία χρέους» των Ευρωπαίων δανειστών της. Η άλλη όψη της εθνοδιάλυσης είναι η επιταχυνόμενη δημογραφική συρρίκνωση του ελληνικού πληθυσμού η οποία μάλιστα εντείνεται από την οικονομική κρίση. Σε αυτές τις συνθήκες προστίθεται και η τρίτη εθνοδιαλυτική διεργασία, η οποία δεν είναι άλλη από την ανεξέλεγκτη εισροή παράνομων μεταναστών και προσφύγων την οποία πολλοί βιάστηκαν να αποδώσουν λανθασμένα στη συριακή κρίση. Όσοι όμως το κάνουν αυτό, απλώς αγνοούν τα δημογραφικά στοιχεία και την εγγενή αστάθεια πολλών αφροασιατών χωρών, αδυνατώντας να καταλάβουν ότι οι μεταναστευτικές εισροές θα έχουν διάρκεια δεκαετιών...


Ατενίζοντας τις εξελίξεις σε μια ευρύτερη ιστορική προοπτική, είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε ότι οι παραπάνω τρεις θεμελιώδεις διεργασίες δεν είναι παρά το τρέχον εξελικτικό στάδιο μιας καθοδικής πορείας η οποία τυπικά ξεκίνησε το 1922, αλλά σπέρματά της μπορεί κανείς να εντοπίσει αρκετά νωρίτερα. Υπενθυμίζω εδώ αυτό που ανέφερα και στην εισαγωγή του βιβλίου μου «Η Θράκη στο μεταίχμιο», ότι ενώ το ελληνικό κράτος που σχηματίστηκε μετά την Επανάσταση του 1821 επεκτεινόταν για να περικλείσει όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα του υπόδουλου έθνους που βρίσκονταν εκτός των συνόρων του, το έθνος εισήλθε σε μια παράλληλη πορεία συρρίκνωσης, η οποία ξεκίνησε με την εξάλειψη του ελληνισμού της Ανατολικής Ρωμυλίας, της Ρουμανίας και της Ρωσίας και τελικά κορυφώθηκε με τον εξανδραποδισμό των Ελλήνων από την Μ. Ασία και την Ανατολική Θράκη. Η ισορροπία η οποία επήλθε μετά το 1922 υπήρξε τελικά μόνο προσωρινή, αφού η μακρά αλυσίδα εθνικών καταστροφών συνεχίστηκε με τους διωγμούς των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και της Αλεξάνδρειας, με την τουρκική εισβολή το 1974 στην Κύπρο και με την έξοδο του ελληνισμού της Βορείου Ηπείρου. Μοναδική εξαίρεση σε αυτή την πορεία υπήρξε η ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου το 1947. Ενώ όμως συνέβαιναν αυτά, η συρρίκνωση άγγιζε πλέον και τον ελληνισμό εντός των ελλαδικών συνόρων, με κορυφαία εξέλιξη τη μεταναστευτική έξοδο της δεκαετίας του 1960 και των αρχών της δεκαετίας του 1970. Την περίοδο αυτή, για δεύτερη φορά μέσα σε έναν αιώνα, ένα επίλεκτο και δυσαναπλήρωτο τμήμα του ελληνισμού διέρρευσε προς το εξωτερικό σχηματίζοντας νέες εθνικές κοινότητες, οι οποίες όμως δεν μπορούν να αναπληρώσουν τα χαμένα κέντρα του μεγάλου παροικιακού ελληνισμού της Ανατολικής Μεσογείου και του Εύξεινου Πόντου.

Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων η Ελλάδα αναζήτησε ένα νέο σημείο ισορροπίας με την ένταξή της στην ΕΟΚ το 1981. Στην πραγματικότητα όμως απλώς αναζήτησε μια νέα ψευδοπρόσοψη στη παρασιτική σχέση μέσω της οποίας προσπάθησε διαχρονικά να ενταχθεί στη «Δύση». Τριανταπέντε χρόνια μετά, τα φτιασιδώματα αυτής σχέσης κατέρρευσαν και πλέον το ελληνικό κράτος ξαναγυρίζει στις απαρχές της ιδρύσεώς του, όταν ήταν ένα νεότευκτο προτεκτοράτο των δυτικών δυνάμεων, το οποίο αναδύθηκε κυρίως εξ αιτίας της αποδυνάμωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το σκηνικό όμως σήμερα είναι διαφορετικό: Η Τουρκία είναι μια ανερχόμενη περιφερειακή δύναμη στην Ανατολική Μεσόγειο, έστω και με μεγάλα εσωτερικά προβλήματα, και η Ευρώπη έχει συγκροτηθεί σε μια συλλογική δομή, η οποία μπορεί να απορροφήσει την Ελλάδα ως μια αυτοδιοικούμενη επαρχία. Πρόκειται για ένα σκηνικό το οποίο επαναθέτει το τραγικό δίλημμα του 1453 και το οποίο αναπόφευκτα θα κρίνει οριστικά το ερώτημα που τέθηκε το 1204: το ποιός δηλαδή θα καλύψει το πολιτικό κενό που δημιούργησε η εξασθένηση του εξελληνισμένου Βυζαντινού κράτους στη Νότια Βαλκανική και ειδικά στον χώρο του Αιγαίου.

Η Ιστορία έδωσε στον ελληνισμό μια δεύτερη ευκαιρία να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, όταν με τη μεγάλη ιστορική του εξόρμηση (η οποία ξεκίνησε το 1821 και κορυφώθηκε με την εποποιία των Βαλκανικών πολέμων) φάνηκε να επανέρχεται ως κυρίαρχη δύναμη στην εν λόγω περιοχή. Ωστόσο οι μετέπειτα εξελίξεις ανέτρεψαν αυτά τα δεδομένα και τώρα επανερχόμαστε στο αρχικό σημείο εκκίνησης. Το χειρότερο όμως είναι ότι αυτή η επαναφορά γίνεται υπό τις δυσμενέστερες δυνατές συνθήκες: Ο ελληνισμός όχι μόνο έχει απωλέσει το οικονομικό και κοινωνικό του σφρίγος, αποκτώντας πια μια καθαρή σχέση εξάρτησης με τη Δύση, αλλά πλέον έχει χάσει και τη βιολογική του ορμή. Για την ακρίβεια έχει ήδη εισέλθει σε μια σπειροειδή πορεία αυτοτροφοδοτούμενης δημογραφικής συρρίκνωσης η οποία τον οδηγεί σε συνεχή γήρανση και εν τέλει στο βιολογικό του τέλος. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα οποία από μόνα τους θα ήταν αρκετά για να αγωνιά κανείς για τη συνέχεια, η Ελλάδα υφίσταται επίσης τις συνέπειες ενός φαινομένου παγκόσμιας κλίμακας με την εισροή μεταναστών από την Ασία και από την Αφρική, οι οποίοι θα καταφθάνουν συνεχώς και με επιταχυνόμενους ρυθμούς τις επόμενες δεκαετίες, ασκώντας αφόρητη πληθυσμιακή και κοινωνική πίεση.


Βασιζόμενοι στις παραπάνω διαπιστώσεις, είμαστε σήμερα υποχρεωμένοι με απόλυτη ψυχραιμία και χωρίς ίχνος υπερβολής να πούμε ότι το παρόν ιστορικό σκηνικό είναι ένα σκηνικό τέλους. Το τί μορφή θα λάβει αυτό το τέλος, είναι αδύνατον να το προβλέψουμε, μπορούμε όμως να πούμε ότι ο ελληνισμός οδεύει προς μια κατάσταση στην οποία πιθανώς θα πάψει να αποτελεί ένα αυτοσυνείδητο συλλογικό υποκείμενο το οποίο θα κυριαρχεί σε έναν συγκεκριμένο χώρο.

Πρόκειται για μια αληθινά ζοφερή προοπτική την οποία η ελληνική κοινωνία θα πρέπει να αντικρίσει κατάματα, διότι μόνο έτσι θα μπορέσει να υψώσει ανάστημα αντίστασης. Εκεί όμως ίσως βρίσκεται και το μεγαλύτερο έλλειμμα: η ελληνική κοινωνία, όντας μια κοινωνία βιολογικά γηρασμένη και εκμαυλισμένη από τις πρακτικές ενός πολιτικού συστήματος το οποίο τροφοδότησε μέσω της εθνικής εκποίησης έναν ατομοκεντρικό ευδαιμονισμό, δυσκολεύεται πολύ να βρει αυτόν τον δρόμο της αντίστασης. Ακόμη πιο δύσκολο όμως της είναι να αναδείξει εκείνες τις ηγεσίες που θα μπορούσαν να την οδηγήσουν σε μια τέτοια πορεία. Και αυτό ισχύει όχι μόνο διότι η κοινωνία ως συνήθως αποστρέφεται τις δύσκολες αλήθειες, αλλά και διότι μια τέτοια ηγεσία δεν θα της την υποδείξει κανείς. Πρέπει να την ανακαλύψει μόνη της, πράγμα το οποίο απαιτεί μια πολύ ενεργητική αναζήτηση... Όσοι ζωντανοί λοιπόν, ας αντισταθούν. Η μάχη αυτή δεν τους αφορά μόνο προσωπικά. Είναι μια μάχη για την «αξιοπρέπεια μιας ιστορίας και μιας γλώσσας 4000 ετών»...

Απόσπασμα από το βιβλίο:
"Σιωπηρή Άλωση - Το Δημογραφικό και το Μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας",                         Αναστάσιος Λαυρέντζος, Εκδόσεις Πραγματεία, σελ. 9-13